Χθες είχα βάλει το σακάκι μου και πήγα για το εβδομαδιαίο ξενύχτι. Γυρνώντας, είδα δύο πράγματα που με έκαναν να σκέφτομαι. Και να συζητάω. Και να πάω τελικά 8 η ώρα για ύπνο. Το ένα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και το άλλο στην πλατεία που προχθές γλεντούσαν οι ψηφοφόροι (;) του Βασίλη Γιαννακόπουλου. Ναι, βγήκε τελικά.
Έχοντας φύγει με δύο αυτοκίνητα από το ρεμπετάδικο (που σύντομα θα αποκτήσει website) ανεβαίναμε την Αλεξάνδρας για να πάμε στα Εverest της περιοχής για το πεϊνερλί του ξενερώματος. Περνώντας το μετρό ξαφνικά βρεθήκαμε σε μποτιλιάρισμα και σιγά σιγά άρχισαν να φαίνονται ένα ένα τα κομμάτια μιας μοτοσυκλέτας. Η μοτοσυκλέτα σχεδόν άθικτη, ένας νεαρός στο δρόμο να πονάει χωρίς ιδιαίτερα σημάδια αίματος και ένα ταξί με το πίσω παρ-μπρίζ θρυματισμένο και το πίσω αριστερά κομμάτι του συντρίμμια.
Συνηθισμένα πράγματα. Συνεχίσαμε να οδηγάμε μέχρι που είδα τον φίλο στο άλλο αυτοκίνητο να έχει κατεβεί και να τρέχει προς το σημείο. Σταματήσαμε και εμείς νομιμότατα (;) δίπλα στα κάγκελα του Αβραμόπουλου και τρέξαμε προς τα πίσω. Αυτό που δεν είχαμε δει ήταν ο οδηγός της μηχανής, με το πρόσωπο να μην φαίνεται από το αίμα να προσπαθεί να αναπνεύσει.
Ήρθαν τα ασθενοφόρα και οι αστυνομικοί και μετά το μόνο που έμεινε ήταν οι κηλίδες αίματος στο δρόμο και το κράσπεδο. Η μηχανή, γυαλιστερή σαν να είχε μόλις βγει από την αντιπροσωπεία, πεσμένη στην άσφαλτο μαζί με την ψυχολογία μας. Το σκηνικό άρχισε να πλάθεται στο μυαλό μας: ο ένας μόλις αγόρασε τη μηχανή και έβγαλε βόλτα το φίλο του. Κανένας δεν φόραγε κράνος - κόβει λίγο από το coolness της στιγμής. Εκεί που πήγαιναν κομμάτια, έφυγαν πάνω στο ταξί. Και μετά το αίμα. Ίσως και ένας νεκρός. Δεν θα μάθουμε ποτέ - σιγά την είδηση δηλαδή. Εδώ ξεκληρίζεται ένα χωριό κάθε βδομάδα στους δρόμους.
Και όλα αυτά γιατί; Η ματαιότητα της στιγμής. Η αδρεναλίνη. Η εμποτισμένη με βλακεία ανθρώπινη φύση. Η αγάπη για τον κίνδυνο. Και τι να κάνεις; Οι δύο για το νοσοκομείο έφυγαν οριζοντίως από την τρέλλα τους. Ο ταξιτζής από την άλλη θα κάνει να δουλέψει πολύ καιρό με τη ζημιά που έπαθε. Φουκαράδες όλοι - και για όλα αυτά φταίει ο οδηγός. Ούτε οι δρόμοι ούτε η κυβέρνηση Καραμανλή. Όπως θα έλεγε και ο Γιώργος, φταίει ο κλασσικός ο μαλάκας ο Έλληνας.
Μερικές ώρες αργότερα έπινα τον πρωινό καφέ μου στο Everest. Απέναντι μια γνωστή φυσιογνωμία μέσα στο κίτρινο φωσφοριζέ γιλεκάκι του δήμου να καθαρίζει την πλατεία. Νέος, γύρω στα 26, με τις έννοιες φίλος και κοπέλα να είναι τόσο ξένες όσο το Prison Break στην λαντζαδόρισα του ρεμπετάδικου.
Με αυτόν κάποτε παίζαμε μπάλα, όταν είμασταν όλοι κάτι βλαμμένα με φόρμες και ποδοσφαιρικά παπούτσια και το μόνο που μας ξεχώριζε ήταν η ικανότητά μου να βάζω την μπάλα στα δίχτυα (της παρακείμενης ψαραγοράς) και οι ντρίμπλες του συμπολίτη που πίναμε τον καφέ παρέα (είχε μια καταπληκτική ικανότητα να ντριμπλάρει τον εαυτό του.)
Τώρα εμείς με τα σακάκια, τα design πουκάμισα και τον φίλτρου των 1,60 στο τραπέζι, με τις σπουδές μας, τις δουλειές μας και τη ζωή μας. Απέναντι ο no-lifer, ο άνθρωπος που καθαρίζει την πλατεία, με τα χίλια προβλήματα και τις πιθανότητες να βρεθεί μια καλύτερη λύση να είναι τόσες όσες και αυτές ενός τυχαίου σπερματοζωαρίου να γίνει τελικά άνθρωπος.
Ή ενός δικηγόρου.
Ο άλλος δεν άντεξε να κοιτάει το θέαμα. Σε πιάνει μια στενοχώρια. Οι κάφροι του Δημοτικού που τον κορόιδευαν του σημάδεψαν τη ζωή. Ίσως. Όπως και να έχει μόνο μια σκέψη μου πέρναγε από το μυαλό βλέποντας τον να πετάει τα στεφάνια της παρέλασης στον κάδο απορριμάτων. Έτσι και ξανακούσω κανέναν να γκρινιάζει ότι η ζωή του είναι σκατά επειδή τον παράτησε μια παρένθετη γκόμενα ή επειδή παίρνει πτυχίο με 5.1, θα τον συστήσω στον πατέρα μου για μια κενή θέση εργασίας.
Το αφεντικό του φουκαρά που καθάριζε το δρόμο δηλαδή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου