Φτυστός ο Τζωρτζ Κλούνει στην «Εντατική» ήμουν ο άτιμος. «Πιθανό εγκεφαλικό, έχει περάσει δύο καρδιακά, πιθανόν να χτύπησε στο μπάνιο όταν το έπαθε, παραπονιόταν ότι δεν ένιωθε καλά τις τελευταίες μέρες...» Ανεβήκαμε τα σκαλιά, ξεδίπλωσαν οι τραυματιοφορείς το φορείο και καθώς έφευγαν μου είπαν ότι μόνο ένα άτομο χωράει στο ασθενοφόρο. Και δεν ήμουν εγώ αυτό.
Κλειδώνοντας το σπίτι δεν μπορούσα να αποφύγω ένα δάκρυ (ή μάλλον την υποψία ότι έκλαιγα σαν μωρό ενώ απλά βγήκε ένα δάκρυ) και έφυγα για τη στάση. Στο δρόμο σκεφτόμουν πόσο άσχετος είναι ο Γιάλομ, πόσο απέχει η εικόνα του για το θάνατο από την πραγματικότητα, πόσο δίκιο έχει η Αιρίν στο “Momma and the Meaning of Life” όταν του λέει ότι αυτά που πιστεύει τα πιστεύει μόνο και μόνο επειδή δεν του έχει συμβεί τίποτα.
Στο τέρμα του δεύτερου λεωφορείου, περιμένοντας το τρίτο για να φτάσω στο νοσοκομείο, συνάντησα μια γυναίκα. Ρωτάω να μάθω ποιο λεωφορείο θα με πάει επιτέλους στον προορισμό μου. Ένιωθα ότι μου είχαν βάλει μια προθεσμία, ένα deadline που λένε και στο Κολλέγιο, την οποία δεν μπορούσα να χάσω. Μου ανέλυε το πως παίρνει τρία λεωφορεία κάθε μέρα για να πάει στη δουλειά της, να καθαρίσει κάποιο ιδιωτικό νοσοκομείο στην Κηφισίας. Την άφηνα να μιλάει, κουνώντας κάθε λίγο το κεφάλι μου με συγκατάβαση, να νιώθει και εκείνη ότι την ακούω και να ξεχνάω και εγώ το χρόνο που περνούσε.
Και όντως, δεν είχα ιδέα τι ώρα ήταν όταν κάπνιζα το τελευταίο τσιγάρο πριν μπω στο κτίριο του νοσοκομείου. Μεγάλο, με χρωματιστές λωρίδες στο δάπεδο για να μην χάνεσαι. Δεν είχαν μία για μένα όμως και μετά από μισή ώρα ξαναβρέθηκα στο προαύλιο να καπνίζω, φυτεύοντας γόπες στο μισολιωμένο χιόνι και πετώντας κομμάτια πάγου στο καρτοτηλέφωνο για να περάσει η ώρα. Την προθεσμία δεν την είχα χάσει τελικά, αλλά δεν είχα και ιδέα για το που να πάω.
Αφού τελείωσαν τα πυρομαχικά μου, αποφάσισα να βγάλω την τηλεκάρτα για να πάρω ένα τηλέφωνο. Ήταν μια από εκείνες τις φορές που - αφού έχει περάσει το χρονικό περιθώριο που θες να είσαι εντελώς μόνος σου - έχεις την ανάγκη να δεις κάποιον. Και δώσ’του γόπες στο χιόνι.
“Cry baby cry, baby - baby baby cry” και στο τηλέφωνο η μητέρα μου. Την τελευταία φορά που θυμάμαι να την είδα εκείνο το πρωινό ήταν όταν με ξύπνησε λέγοντάς μου για το εγκεφαλικό. Στην αρχή το είχα απορρίψει, είχα νομίσει πως ήταν ένας από τους συνηθισμένους εφιάλτες. Γρήγορα κατάλαβα ότι είχα ξυπνήσει. Παραδόξως. Πηγαίνω λοιπόν στα επείγοντα περιστατικά και τον αντικρίζω. Χλωμός, χωρίς να μπορεί να μιλήσει, με όλο το αριστερό κομμάτι του σώματός του μουδιασμένο και ξένο προς αυτόν.
Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα έτσι. Ο τελευταίος άνθρωπος που είδα σε αυτή την κατάσταση ήταν ο παππούς μου στη Σάμο. Έχασε τη γυναίκα του το 1985, μερικούς μήνες αφού γεννήθηκε το εγγόνι της, που όπως είχε πει «ας το πάρω στα χέρια μου και ας πεθάνω». Το γαϊδούρι ο εγγονός της μόνο μια φορά πήγε στο οστεοφυλάκιό της να την ευχαριστήσει. Σε κάποια φάση της ζωής του ο παππούς αποφάσισε ότι θέλει να φύγει. Ξάπλωσε λοιπόν σε ένα κρεβάτι, έβλεπε απέναντι την τηλεόραση και τα πορτραίτα του βασιλιά και μία μέρα έκλεισε τα μάτια του και μας άφησε.
Η εικόνα είχε μείνει στο μυαλό μου από τότε. Πρέπει να ήμουν γύρω στα 12 χρονών όταν έφυγε ο παππούς. Την ημέρα που έμαθα το μοιραίο είχα μείνει στο σπίτι να ακούω τη Ρόζα του Μητροπάνου ξανά και ξανά και να φέρνω στο μυαλό μου την εικόνα του παππού. Δεν μπορούσα να τον θυμηθώ περήφανο να με κυνηγάει στον κήπο του με τη μαγκούρα να μου δώσει ένα πεντοχίλιαρο ακόμα για να «φάω μια σοκολάτα» (ο Κίμων Κουλούρης θα είχε βουλιάξει το νησί αν είχε πάρει τα λόγια του παππού τοις μετρητοίς). Είχε αποτυπωθεί πλέον η εικόνα του ανήμπορου ανθρώπου στο μικρό δωμάτιο, με τον Κωνσταντίνο και την Άννα-Μαρία από πάνω του, να ετοιμάζει βαλίτσες για τον Παράδεισο που πίστευε ότι του άξιζε και τον περίμενε.
Η μητέρα μου έκλαιγε γοερά, χωρίς να είναι μια απλή υποψία, στο δίπλα δωμάτιο. Είχα περιορίσει τη φωνάρα του Δημήτρη για να μην την ακούει. Είναι ασέβεια λένε να ακούς μουσική όταν έχει πεθάνει κάποιος. Όμως...
Τι με κοιτάζεις Ρόζα μουδιασμένο,
Συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω
Τι λένε τα κομπιούτερς κι οι αριθμοί
Από κομπιούτερς και αριθμούς μου έλεγαν ότι ξέρω. Δεν είχα καταλάβει όμως γρι από τα υπόλοιπα. Ούτε κατάλαβα εκείνη την ημέρα, ούτε στην κηδεία. Τον παππού τον έβλεπα λίγο τα καλοκαίρια, του έριχνα το φταίξιμο που με φώναζε η μάνα μου Μανώλη (λες και εγώ τη φωνάζω Μέλπα όπως είχε σχεδιάσει η μακαρίτισσα η γιαγιά) και τον γνώρισα όταν ήδη ήμουν πολύ μεγάλος για να με πείσει κάποιος ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο τρίτος σε σειρά σημαντικότητας συγγενής μου.
Μάλλον γι’αυτό έκλαιγε και η μητέρα μου. Είκοσι χρόνια στην Αυστραλία, τον έβλεπε και την έβλεπε σε φωτογραφίες και αλληλογραφία. Ούτε καν με webcam. Φωτογραφίες απλές με το ταχυδρομείο. Ασύλληπτο για το σήμερα, ο μόνος τρόπος επικοινωνίας για το χτες. Έχασε την προθεσμία. Το deadline. Και ήταν πια αργά. Ο Μανώλης ράβει τώρα κουστούμια στον Παράδεισο που του άξιζε.
«Πήγαινε αυτό το χαρτί μπροστά και φώναξε έναν τραυματιοφορέα». Ποιον έναν; Τον έναν τραυματιοφορέα που διέθετε ολόκληρο το νοσοκομείο, που ήρθε μετά από τρία τέταρτα της ώρας και πήγαινε τον πατέρα μου σαν να ήταν καρότσι με λαχανικά στη λαϊκή. Η ώρα δέκα πια, δεν θα ήταν εντελώς αγένεια να δοκιμάσω να πάρω τηλέφωνο. Το αφήνω να χτυπήσει δύο-τρεις φορές. Γαϊδουριά τώρα να την ξυπνάω. Πάω στην κλινική, τον βλέπω λίγο να επεξεργάζεται τον χώρο. Να αναρωτιέται που είναι, γιατί δεν νιώθει το χέρι του, τι έπαθε...
Δεν πολυκαταλάβαινα και εγώ τι σκεφτόμουν. Καθόμουν στην καρέκλα και παρατηρούσα και εγώ τα ίδια πράγματα με εκείνον. Φάρμακα, οροί, μάσκες οξυγόνου... Κάθε τι εκεί μέσα η ανανέωση της σύμβασης με τη ζωή, μια μικρή ή μεγάλη παράταση, μια ακόμα ευκαιρία να μην ξανακάνεις τα ίδια λάθη. Ένας ασιάτης γιατρός στο Περθ του είχε πει «κόψε το κάπνισμα και θα ζήσεις». Τώρα που θα το ακούσει για δεύτερη φορά, ελπίζω να το πιστέψει.
Έπιασα πάλι το βιβλίο του Γιάλομ. Διαβάζω τη θεωρία του για την ψυχοθεραπευτική ικανότητα του να φέρνεις τον ασθενή που υποφέρει από τον χαμό ενός δικού του ανθρώπου αντιμέτωπο με τον δικό του θάνατο και το πως αφήνει πίσω τον θρήνο και κοιτάει για το πως θα αξιοποιήσει καλύτερα τη δική του ζωή.
Πριν από μερικές εβδομάδες είχα παρατηρήσει με έναν καλό φίλο ότι ήδη έχει φύγει το ένα πέμπτο της ζωής μας, αν ευτυχήσουμε να ζήσουμε όσο λένε τα στατιστικά ότι ζει ένας Έλληνας. Θυμήθηκα εκείνη τη σκέψη βλέποντας να εισάγουν στην κλινική ένα παιδί γύρω στα 6-7 χρονών. Θυμήθηκα επίσης τόσο κόσμο που ξέρω και περνά τις ημέρες τους αναβάλλοντας υποχρεώσεις και σημαντικές δουλειές για το κυλιόμενο «αύριο», πόσο κόσμο που έχω ακούσει ότι η ζωή τους τελείωσε σε κάποια στροφή της παραλιακής επειδή κάποιος (ή οι ίδιοι) έκανε ένα λάθος και κάποιους άλλους που ζουν τη ζωή τους απλά για να τη ζήσουν: 9-3 δουλειά, 3-9 κενό (ή ακόμα χειρότερα τους συνταξιούχους που 1η και 15 μοιράζουν λεφτά στους συγγενείς που φέρνουν μαζί τους τα χαριτωμένα παιδιά τους και τις υπόλοιπες 28 μέρες έχουν παρέα τον Ανδρέα Μικρούτσικο, την Αγγελική Νικολούλη και τις φωτογραφίες των παιδιών που τρώνε τα λεφτά).
Τελικά δίκιο είχε ο Γιάλομ. Δόξα τω Θεώ δεν έχασα τον πατέρα μου, αλλά κάποια στιγμή θα συμβεί και αυτό. Και κάποιος θα με χάσει και εμένα. Μέχρι τότε όμως πρέπει να έχω καταφέρει ότι προλαβαίνω. Όχι για να με θυμούνται κάποιοι μετά, όχι για να τα βλέπω από κάπου – ψηλά, χαμηλά ή και καθόλου, δεν έχω ιδέα – αλλά γιατί όπως είπε και ο Ιρβ στην Αιρίν, μία ζωή έχουμε, δεν έχει νόημα να αφήνουμε το χρόνο να περνάει άσκοπα.Υπάρχει αυτή η καταραμένη προθεσμία που δεν υπάρχει περίπτωση να τη χάσουμε. Τελικά όλη η αλήθεια ειπώθηκε στον Κύκλο των Χαμένων Ποιητών σε μια φράση του δάσκαλου Ρόμπιν Ουίλιαμς:
Αδράξτε τη μέρα.
ΥΓ: Η Αιρίν ξεπέρασε τον χαμό του άντρα της και βρήκε καινούργιο σύντροφο. Η ατάκα του Γιάλομ: “Don’t you die on me”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου