29/8/06

"Απίστευτη" πρόκληση των Τούρκων...

Το να βλέπει ολόκληρος ο πλανήτης τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ να δίνει το βραβείο του νικητή στο Grand Prix της Κωνσταντινούπολης με τον υπότιτλο "Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου" είναι κομματάκι χοντρό. Και σίγουρα δεν είναι κίνηση καλής θέλησης από τους γείτονες...

Οι διοργανωτές του αγώνα του Παγκόσμιου Πρωταθλήματος Formula 1 χρησιμοποίησαν λοιπόν αυτόν τον τρόπο για να περάσουν το δικό τους πολιτικό μήνυμα, σε έναν χώρο όπου σίγουρα δεν έπρεπε να γίνει κάτι τέτοιο. Και φυσικά ήξεραν τι έκαναν - καμία χώρα δεν δέχτηκε να δώσει την τιμή της απονομής σε κάποιον άλλον εκτός από τον αρχηγό του κράτους ή της περιοχής που διεξάγεται ο αγώνας.

Εκτός αν ο Αλί Ταλάτ είναι Τούρκος για τους Τούρκους, οπότε έχουν προσαρτήσει ήδη τα εδάφη της Βόρειας Κύπρου και δεν το ξέρουμε.

Η αντίδραση της Ε.Ε.; Καμία. Προφανώς. Η αντίδραση της Κύπρου:

Ε. Αργυρού: Όσον αφορά αυτό που με έκπληξη παρακολουθήσαμε χθες, στο Grand Prix της Κωνσταντινούπολης, να προσφωνούν τον κ. Ταλάτ ως πρόεδρο της ούτω καλούμενης ΤΔΒΚ και μάλιστα να απονέμει και το έπαθλο στον πρώτο νικητή της Φόρμουλα 1, δεν ξέρω ως Κυβέρνηση αν μπορούμε να προβούμε σε κάποια διαβήματα. Επίσης, είχαμε κάποια ενημέρωση με βάση το Πρωτόκολλο; Διότι, από την ενημέρωση που είχαμε, φαίνεται ότι υπάρχει ένα Πρωτόκολλο για το ποιος δίνει (βραβείο) και σε ποιόν τί.

Κ.Ε.: Σχετικά με αυτό το θέμα, θέλω να πω τα εξής: Επρόκειτο για μια προσχεδιασμένη θεατρινίστικη κίνηση της τουρκικής πλευράς να εμφανίσει και να διαφημίσει τον Τ/Κ ηγέτη ως δήθεν πρόεδρο ενός ανύπαρκτου κράτους. Στην ουσία, η τουρκική πλευρά εξαπάτησε τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινήτου και επεχείρησε να εκμεταλλευτεί πολιτικά ένα καθαρά αθλητικό γεγονός, χρησιμοποιώντας προκλητικά τεχνάσματα και καταφεύγοντας σε φαιδρές προπαγανδιστικές μεθόδους. Ο κ. Ταλάτ δεν είναι πολίτης ούτε αξιωματούχος της Τουρκίας, της οργανώτριας χώρας, για να κληθεί να βραβεύσει τον νικητή της Φόρμουλα 1. Εκτός και αν ο ίδιος βέβαια θεωρεί τον εαυτό του τούρκο πολίτη ή η ίδια η Τουρκία τον θεωρεί εκπρόσωπό της. Εάν πάλι ο κ. Ταλάτ θέλει να θεωρείται «πρόεδρος», έστω και κατ΄ επίφαση, ενός δήθεν κράτους, πώς είναι δυνατόν ένας ξένος ηγέτης, φιλοξενούμενος της οργανώτριας χώρας, να πρωταγωνιστεί στην τελετή της βράβευσης; Μπορεί όλη αυτή η προμελετημένη σκηνοθεσία να ικανοποίησε τη ματαιοδοξία του κ. Ταλάτ και τις πολιτικές σκοπιμότητες της τουρκικής πλευράς. Δεν μπορεί όμως να ικανοποίησε τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινήτου η οποία οργάνωσε τη Φόρμουλα 1 και της οποίας νόμιμο μέλος, από Κυπριακής πλευράς, είναι μόνο ο Κυπριακός Σύνδεσμος Αυτοκινήτου.

Η Κυπριακή Κυβέρνηση θα καταγγείλει την απαράδεκτη και προκλητική θεατρική παράσταση που οργάνωσε η Άγκυρα με πρωταγωνιστή τον κ. Ταλάτ και θα ζητήσει από τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινήτου να αντιδράσει στην ανεπίτρεπτη αυτή εκτροπή. Σε παρόμοιο διάβημα θα προβεί και ο Κυπριακός Σύνδεσμος Αυτοκινήτου.

Ζ. Τηλεγράφου: Μέχρι στιγμής δηλαδή δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση, εξ όσων γνωρίζετε, από την Ομοσπονδία .... ;

Κ.Ε.: Εξ΄ όσων γνωρίζω, μέχρι στιγμής, δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση.

Ε. Αργυρού: Υπάρχει ένα ενδεχόμενο, ως κύρωση, να αξιώσουμε τον αποκλεισμό της πίστας της Κωνσταντινούπολης ή αυτό εξαρτάται από τη Διεθνή Ομοσπονδία Αυτοκινήτου;

Κ.Ε.: Αυτό είναι κάτι το οποίο θα αποφασίσει η Διεθνής Ομοσπονδία Αυτοκινήτου και όχι εμείς.


Τι να πεις. Και μετά σου λέει για κινήσεις καλής θέλησης...

26/8/06

Ανταπόκριση από Λονδίνο #4: Κάποια πράγματα είναι ανεκτίμητα...

Εισιτήρια Λονδίνο-Αθήνα μετ' επιστροφής: ₤210
Τσάι και ναργιλές στο Μεταξουργείο: €2,50
Να απολαμβάνεις τον Ελληνάρα σε στιγμές καθημερινής σουρρεαλιάς: Ανεκτίμητο.

Ανεκτίμητο Πρώτο: Μητέρα πρώην συμμαθητή μου με συναντά τυχαία ενώ εμφανίζω φωτογραφίες στο Φάληρο. Ο σύζυγος είναι πιλότος στην Ολυμπιακή από τον παλιό καλό καιρό και προφανώς δεν τον έχω δει ποτέ. Η ίδια δεν έχω ιδέα τι κάνει με τη ζωή της. Ο γιος, ένας καραγκιοζάκος, ήθελε (ποιος από τους δύο άραγε;) από παιδί να γίνει γιατρός και τώρα ξεκινάει επιτέλους Ιατρική στην Πράγα. Στα 24.

- Το τηλέφωνο του Σ... μου το έχεις; Να μιλάτε, είστε κι οι δύο ξενιτεμένοι, έχετε αυτό το κοινό.
- [...] Ο γιος σου κι εγώ δεν έχουμε καν κοινό DNA.
- Πάντως εγώ ένα έχω να πω: μη μας φέρετε τίποτε ξένες. Μόνο Ελληνίδες, είναι οι ωραιότερες γυναίκες!
- [...] Έχω κάτι φωτογραφίες από Fortaleza εδώ κάπου...
- Και πότε θα μας γυρίσεις Μανάκο μου;
- Βασικά δεν σκοπεύω να γυρίσω.
- [...]

Ανεκτίμητο Δεύτερο:Έτερη μάνα πρώην συμμαθητή, συμβολαιογράφος, επισκέπτεται το φτωχικό μας. Η φρενίτιδα που πάντα την διακατείχε έχει ακονιστεί από την ηλικία ώσπου τώρα πια σκίζει τον αέρα με έναν απειλητικό βόμβο.

- Είναι φοβερό. Μέχρι τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση μας έλεγε συνεχώς είστε κόστος και είστε κόστος. Τώρα ανακάλυψαν ότι έχουμε αρχεία που τα θέλουν και μας λένε βοηθήστε μας!
- [...] Κρίμα που οι στρατόκαυλοι έπεισαν την ΕΕ να μην σας εξοντώσει. Τώρα από εκβιαστές θα γίνετε και χαφιέδες. Ο κλάδος εξελίσσεται πάντως.
- Να μείνεις πάντως λίγο έξω. Κι εγώ τα παιδιά μου θέλω να πάνε έξω. Μόνο Αμερική δεν θέλω να πάνε. Δεν θέλω να γίνουν αμερικανοτραφείς.
- [...] Η Natalie Portman δεν έπαθε τίποτε που έβγαλε ένα Harvard. Σίγουρα ο κώλος μια φορά δεν της έπεσε.

Ανεκτίμητο Τρίτο: Οικογενειακή φίλη με αδυναμία στις θεωρίες συνομωσίας επισκέπτεται για μπιρίμπα και ουϊσκάκι.

- Στις Μεγάλες Τράπεζες έκανες αιτήσεις; (Κεφαλαία, κατά το Μεγάλες Δυνάμεις).
- Δεν με ενδιαφέρουν τα τραπεζικά βασικά. Ούτε λιανική ούτε χονδρική.
- Γιατί εκεί δεν σε παίρνουν αν είσαι Έλληνας. Ειδικά άμα σε δουν ότι είσαι ικανός.
- [...] Δαλιέτου ετοίμασε τα πράγματά σου. Η Merryl σε πήρε χαμπάρι ότι είσαι από το Σείριο!

Ανεκτίμητο Τέταρτο: Επίσκεψη στην οφθαλμίατρο.

- Εγώ έβγαλα πρώτη τη σχολή μου αλλά δεν ξέρετε τι πόλεμο μου έκαναν. Για να μην πω για τις σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Γιατί ήμουν πολύ σοβαρή κοπέλα από τότε.
- [...] Είσαι ζόμπι. Πρώτα θα χούφτωνα τα πτώματα στο εργαστήριο της ανατομίας.
- Εγώ λοιπόν και ο άντρας μου παίρνουμε εκχύλισμα spirunella. Γιατί σε αυτήν την θαυμαστή και παράξενη χώρα που λέγεται Ελλάδα, όλα μπορείς να τα βρεις. Το βρήκαμε στο internet, είναι αυτό που δίνει η NASA στους αστροναύτες αντί για φαγητό.
- [...] Δεν το πιστεύω, είναι γιατρός! Έχει μορφωθεί επί 20 χρόνια!
- Οι ομοφυλόφιλοι εξασθενούν τον οργανισμό τους με αυτά που κάνουν. Γι' αυτό και παθαίνουν περισσότερο συχνά AIDS.
- [...] Θεέ μου, είναι γιατρός!!!
- Λοιπόν η μυωπία σου δεν έχει αλλάξει καθόλου εδώ και δύο χρόνια. Θα σου ετοιμάσω συνταγή για γυαλιά.

Ανεκτίμητα Ποικιλία (μία απ’ όλα)


Ο Τρύφων Μπουγάς, υποψήφιος δήμαρχος Παλαιού Φαλήρου, δυστυχώς ζει τρία χρόνια μετά την εποχή του. Όντως, κάποτε ψήφισα ένα μπουχέσα που έκανε αυτή τη χειρονομία. Είχα όμως τους λόγους μου και επ’ ουδενί λόγω δεν πρόκειται να με παυλωφιάσει αυτή η σαχλή πόζα.

Το site του μεγάλου αυτού πολιτικού άνδρα, www.bougas.gr, είναι, σε παγκόσμια πρωτοτυπία, απροσπέλαστο λόγω προβλημάτων εξουσιοδότησης. Ικανό τον έχω να έχει κάνει password-protect όλο του το site. Μπορείτε ωστόσο να ικανοποιήσετε την δίψα σας εδώ.


Ο Μπράουν είναι ένα άτυχο τετράποδο που χάθηκε πρόσφατα στο Φάληρο. Οι ιδιοκτήτες του ανησυχούν μήπως έχει καταλήξει στην συλλογή της Πάρις Χίλτον, ήτις έχει πάρει όλη την ελληνική ναυτιλία και είναι θέμα χρόνου να ξεβραστεί στο Μπάτη και να αγοράσει το Sweet Home μαζί με τα αποκλειστικά δικαιώματα σίτησης των αδέσποτων της περιοχής.

Βέβαια, το γιατί αυτό είναι χειρότερο από το να επιστρέψει ο Μπράουν σε ένα αφεντικό που του κρεμάει αηδίες από το λαιμό απλά για να δει πώς θα βγει στη φωτογραφία, σηκώνει συζήτηση.

Νομίζατε ότι με το τέλος των Ολυμπιακών θα περιοριζόταν και η ακατανόητη ματαιοδοξία της πρωτεύουσας; Λάθος. Στο μετρό του Πανεπιστημίου, η γνωστή πινακίδα με τους αγνοούμενους είναι γυρισμένη με μαεστρία ώστε να μην ενοχλείται ο τουρίστας με τη μοίρα των εκάστοτε εξαφανισμένων.

Δεν τους αδικώ 100%, εδώ που τα λέμε. Ξέρουμε όλοι, για παράδειγμα, όσοι τουλάχιστον βλέπαμε Νικολούλη, τι απέγινε ο Αλμπέρτο Τζιχάνι που στοίχειωνε τις επισκέψεις μου στο Μεταξουργείο. Ας ελπίσουμε ότι θα είναι και ο τελευταίος.

Ο Λιακόπουλος θα κάνει πάρτυ με αυτήν την τρανταχτή απόδειξη ότι οι Έλληνες είναι εξωγήινοι. Αυτό το ΟΥΦΟ (πόσο τη βρίσκω να γράφω τη λέξη έτσι!) αποφάσισε ότι το ποδήλατο του παιδιού μπορεί κάλλιστα να πάει στη σκάρα. Μην απορείτε.

Είναι μεγάλη καλοκαιρινή παράδοση το να φορτώνεις αηδίες το αυτοκίνητό σου. Είναι και ασφαλής.

Προφανώς οι γονείς του οδηγού ήταν αδέρφια. Στο τσίρκο όπου κάτεληξε, μαζί με πλείστα άλλα προϊόντα αιμομιξίας, έμαθε τα πάντα για αυτού του είδους τα ζογκλερικά.

Στέλιος Διονυσίου... μ’ αγαπάς ή ν’ αρχίσω να πίνω; Μια φράση που ξέφυγε από τα συρτάρια του Φώσκολου.

Έχασα το όνομα της δισκογραφικής από το πλάνο, αλλά με αυτό τον τίτλο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η θρυλική Vasipap που ανέδειξε κάποτε έναν Σώτη Βολάνη.

Έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς τραγουδιέται αυτός ο στίχος. Τον προβάρω σε RnB, ska, punk, reggae αλλά δεν βγαίνει τίποτε. Έχω αλλοτριωθεί τόσο άραγε;

Από Γενάρη πάλι θα μάθουμε!

Άλλο ένα ενδιαφέρον blog

Ένας Ιρλανδός φοιτητής στο Λίβανο δίνει το δικό του στίγμα για όσα συμβαίνουν εκεί. Διαβάστε το blog του Ross Frenett.

[Chasing the Peace]

25/8/06

Περί Κομμουνισμού

Την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου η Αθήνα είδε την ομολογουμένως πορεία του ΚΚΕ ενάντια στο κείμενο που η γενική του γραμματέας Αλέκα Παπαρήγα παρουσίασε ως το μεγαλύτερο χτύπημα του ιμπεριαλισμού ενάντια στους λαούς και τα λαϊκά κινήματα. Ακούσαμε πολλές απόψεις για το κείμενο αυτό, στην αρχή ως μία προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις ευλογίες της αστερόεσσας να καταστήσει τον κομμουνισμό παράνομο και στη συνέχεια πως προσπαθούν να φέρουν το σφυροδρέπανο στην ίδια μοίρα με το ευτελισμένο πλέον αρχαιοελληνικό σύμβολο της σβάστικας.

Παρεπιπτόντως, στο Νομισματικό Μουσείο η σβάστικα κοσμεί τα κάγκελα της εισόδου, μαζί με κόκκινους σταυρούς που έχουν τοποθετηθεί ως μέσο διαγραφής από νεαρούς που συμμετείχαν σε πορείες.

Η περιέργειά μου για αυτό το κείμενο δεν είχε όρια.

Πριν σας πω τι ακριβώς γράφει το κείμενο αυτό, θα σας πω για την Κίνα. Ο πατέρας μου είχε αγοράσει στην Αυστραλία ένα βιβλίο με τίτλο “Flight to Formosa” («Πτήση στη Φορμόζα»), όπου ένας Αυστραλός δημοσιογράφος έγραφε για την επίσκεψή του στην Δημοκρατία της Κίνας (ή Ταϊβάν ή Φορμόζα), τις συναντήσεις του με υπεύθυνους του εθνικιστικού κόμματος Κουομιτάγκ (ΚΜΤ) και της Καθολικής Εκκλησίας της Κίνας και τις μαρτυρίες των κατοίκων του νησιού για τις βαρβαρότητες του κομμουνιστικού καθεστώτος ενάντια σε όσους δεν υποστήριξαν την αρχική κατάληψη της εξουσίας από τον Μάο και την επακόλουθη πολιτική κατάσταση.

Οι περιγραφές ήταν απίστευτες – για καθολικές καλόγριες που είχαν φυλακιστεί, θιβετανούς μοναχούς που είχαν εκτελεστεί, ανθρώπους που κολύμπησαν στα κρύα και άγρια νερά της Θάλασσας της Κίνας για να φτάσουν στην Ταϊβάν υπό την απειλή των κομμουνιστικών όπλων... Το αποκορύφωμα ήταν ο χάρτης της Ταϊβάν, όπου επί της χερσαίας Κίνας ο συγγραφέας είχε χρησιμοποιήσει τον αρκετά σαφή προσδιορισμό “Red Terror Lives Here” (Ο Κόκκινος Τρόμος Ζει Εδώ).


Ο Σουηδός Goran Lindblad, μέλος της ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στο οποίο ανήκει και η Νέα Δημοκρατία, κατέθεσε το έγγραφο 10765 με τίτλο “Need for international condemnation of crimes of totalitarian communist regimes” («Ανάγκη για τη διεθνή καταδίκη των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων») στο κοινοβουλευτικό σώμα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το έγγραφο αυτό περιέχει ένα σχέδιο πρότασης και ένα σχέδιο απόφασης που τίθεται προς ψήφιση από το Κοινοβουλευτικό Σώμα και το συνοδευτικό υπόμνημα του Σουηδού που επεξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν στο να συντάξει το έγγραφο..

Υπενθυμίζω ότι το Συμβούλιο της Ευρώπης δεν είναι ο ίδιος φορέας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ αριθμεί 46 μέλη μεταξύ των η Ρωσία και η Τουρκία.

Το κείμενο αυτό έφτασε στο Κοινοβουλευτικό Σώμα αφού ψηφίστηκε από την επιτροπή Πολιτικών Υποθέσεων του σώματος με 26 ψήφους υπέρ, 5 κατά και 4 αποχές όσον αφορά τη σύσταση και 24 ψήφους υπέρ, 8 κατά και 2 αποχές όσον αφορά την απόφαση στις 14 Δεκεμβρίου 2005. Παρών στην επιτροπή ήταν οι εκπρόσωποι της Ελλάδας, ο πρώην Υπ.Εξ. Θόδωρος Πάγκαλος και ο Γ.Γ. της Νέας Δημοκρατίας Βαγγέλης Μεϊμαράκης (δυστυχώς δεν δημοσιοποιήθηκε το ποιος ψήφισε τι).

Η σύσταση (recommendation) αναφέρεται στο να πιέσει το κοινοβουλευτικό σώμα το Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών του Συμβουλίου της Ευρώπης να προβεί σε ενέργειες σχετικά με την επίσημη καταδίκη των εγκλημάτων, την περαιτέρω έρευνα για να διασταυρωθούν οι πληροφορίες για τα εγκλήματα, την πληροφόρηση του κοινού για τα εγκλήματα και (πιο συγκεκριμένα για τις χώρες που είχαν ολοκληρωτικό κομμουνιστικό καθεστώς στο παρελθόν) να εισηχθούν πληροφορίες για τα εγκλήματα στα σχολικά βιβλία, να ανεγερθούν μνημεία και να θεσπιστούν ημέρες μνήμης για τα θύματα αυτών των εγκλημάτων.

Η απόφαση (resolution) είναι και αυτή που περιέχει τα περισσότερα επίμαχα σημεία. Το άρθρο 9 αναφέρει ότι τα εθνικά συμφέροντα «δεν πρέπει να αποτρέπουν τις χώρες από το να ασκούν αρκετή κριτική των σημερινών ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων». Το πλέον επίμαχο άρθρο 13 αναφέρει ότι τα κομμουνιστικά και μετα-κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης πρέπει «να επαναξιολογήσουν την ιστορία του κομμουνισμού και του παρελθόντος τους, να πάρουν σαφείς αποστάσεις από τα εγκλήματα που διέπραξαν τα ολοκληρωτικά κομμουνιστικά καθεστώτα και να τα καταδικάσουν απερίφραστα».

Το μεγαλύτερο λάθος του κειμένου, σύμφωνα με την προσωπική μου άποψη, βρίσκεται στο άρθρο 49 του επεξηγητικού κειμένου που απέστειλε ο Σουηδός βουλευτής:

«Ως ο rapporteur (σ.σ.: αυτός που καταθέτει το σχέδιο σύστασης/απόφασης) έχω την άποψη ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει περαιτέρω καθυστέρηση στην καταδίκη της κομμουνιστικής ιδεολογίας και των (κομμουνιστικών) καθεστώτων στο διεθνές επίπεδο. (...) Προσωπικά, δεν συμμερίζομαι την θέση κάποιων συνάδελφων ότι ένας σαφής διαχωρισμός πρέπει να γίνει ανάμεσα στην ιδεολογία και την πρακτική. Η τελευταία (πρακτική) πηγάζει από την προηγηθείσα (ιδεολογία) και αργά ή γρήγορα οι αρχικές καλές προθέσεις υπερκαλύπτονται από το ολοκληρωτικό μονοκομματικό σύστημα και τις καταχρήσεις του».


Η λέξη ιδεολογία δεν αναφέρεται ούτε στο resolution ούτε στο recommendation, εκτός από το άρθρο 4.5.3 του recommendation που περιγράφει τα εγκλήματα ως «εγκλήματα στο όνομα της κομμουνιστικής ιδεολογίας».

Παρ’όλα αυτά, στο συνοδευτικό του υπόμνημα ο συντάκτης, εμμέσως πλην σαφώς, καλεί το κοινοβουλευτικό σώμα να ψηφίσει την πρόταση αυτή ως ένα μέτρο καταδίκης όχι μόνο τον εγκλημάτων, αλλά και της κομμουνιστικής ιδεολογίας εξ’ολοκλήρου, δίνοντας φυσικά τροφή για σχόλια σε όλη την Ευρώπη από κομμουνιστικά και μετα-κομμουνιστικά κόμματα.

Τελικά όμως...

Στο σπίτι μιας φίλης ένας Πορτογάλος γύρισε και μου είπε «ένας Εσθονός μου έλεγε για το πως τους καταπίεζαν οι Σοβιετικοί. Και ήταν περίεργο: εγώ ήμουν μέλος του Κ.Κ. Πορτογαλίας για 9 χρόνια...» Εμείς εδώ στην παλιά Ευρώπη έχουμε άλλη οπτική γωνία για τον Κομμουνισμό: την ουτοπική πλευρά του, την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων και άλλα πολλά τέτοια που συνήθως καταλήγουν στο «πάντως, δεν μπορούν να υλοποιηθούν ποτέ.» Αν δεν καταλήξουν εκεί, γράφεσαι στην ΚΝΕ.

Όμως, το σφυροδρέπανο όντως σε κάποιους από τους λαούς της Ευρώπης, όπως τους Εσθονούς, τους Σλοβάκους και τους Πολωνούς, φέρνει στο μυαλό την εικόνα του Κόκκινου Στρατού που τους κατέκτησε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο που λένε ότι ελευθερώθηκαν ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Καταδίκη των εγκλημάτων του Στάλιν λοιπόν; Ναι, είμαι εντελώς υπέρ – ο άνθρωπος έσφαξε τόσα εκατομμύρια ανθρώπων και ακόμα δεν έχει πει κανένας τίποτα για αυτό. Όμως την ιδεολογία δεν μπορείς να την καταδικάσεις, αφού και οι ίδιοι στο ΚΚΕ και στην ΚΝΕ παραδέχονται ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν μια άθλια εκτέλεση της ιδεολογίας τους.

Μια που ήταν άθλια λοιπόν, ας αναγνωρίσουμε επιτέλους τόσα εκατομμύρια νεκρούς και λίγο πριν από την Ολυμπιάδα του Πεκίνου ας μην ξεχνάμε ποτέ και τι έχει κάνει ο κομμουνισμός εκεί για τους μοναχούς του Θιβέτ...

Not-so-Lonely Planet: Paris!

Αυτά είναι: η Alizee να τραγουδάει το J’en ai marre για το France 2, μερικά βίντεο κλιπ μετά το διάσημο «Γιώργοοοο;» όταν ο καμεραμάν ζούμαρε στα οπίσθια της μικρής. Ναι, σας το είπα ότι είμαι ο χειρότερος. Κυρίες και κύριοι: ο χειρότερος ταξιδιωτικός οδηγός που γράφτηκε ποτέ για το Παρίσι.

Διαμονή

Αφού έφτασα στο διάσημο αεροδρόμιο Roissy – Charles de Gaulle, που με γέμισε εθνική υπερηφάνεια γιατί το Ελ. Βενιζέλος είναι σαφώς πιο όμορφο (σιωπή όλοι) πήρα τα RER και τα μετρό για να βρεθώ σε έναν σταθμό ονόματι Corentin Celton, μια σεμνή και ντροπαλή κουκίδα στην κάτω αριστερή γωνία του χάρτη των αστικών συγκοινωνιών της περιοχής.

Έχοντας λοιπόν το μετρό μπροστά μου, περιμένω να ανοίξουν οι πόρτες. Μάταια. Έχουν ένα περιέργο πόμολο που πρέπει να γυρίσεις για να ανοίξουν οι πόρτες με μίσος. Εμείς καλά είμαστε: κάποιοι άλλοι χάσανε τη στάση του μετρό μέχρι να το καταλάβουν.

Το Corentin Celton λοιπόν είναι κομμάτι του δήμου του Issy-Les-Moulineaux ακριβώς έξω από τον Δήμο Παρισίων. Το ίδιο το Corentin είναι ένα νοσοκομείο με νέον φουτουριστική μωβ ταμπέλα που σου θυμίζει ξενοδοχείο στην Σκουφά. Και το πρώτο πράγμα που είδα βγαίνοντας από το μετρό ήταν – τι άλλο – η BNP Paribas.

Στα 300 μέτρα περίπου ήταν και το μέρος που θα έμενα. Στα προσπέκτους είχαμε θαυμάσει τις πισίνες του, τα υπερλούξ δωμάτια και ότι άλλο μας έδειξαν. Εκεί αντιμετωπίσαμε τη σκληρή πραγματικότητα: ένα δωματιάκι στον 5ο όροφο το οποίο θύμιζε έντονα ψυχιατρική κλινική. Άσπροι τοίχοι, σιδερένια κρεβάτια και τα μυαλά στο μίξερ. Φύγαμε για τη σκαλωσιά.

Συγκοινωνίες

Ο Γάλλος θα προσπαθήσει να σας πουλήσει την Paris Visite. Μην μασάτε. Βρείτε μια μικρή φωτογραφία – πορτρέτο σας και ζητήστε επίμονα την Carte Orange. Είναι ο πιο φτηνός τρόπος να δείτε το Παρίσι και καλύπτει ζώνες 1,2 σε μετρό, RER, τραμ, λεωφορεία, τελεφερίκ...

Πύργος του Άιφελ

Πάντα πίστευα ότι μόνο ένας ηλίθιος θα περίμενε 1 ώρα μέσα στο λιοπύρι για να πληρώσει και να ανέβει μια σκάλα. Στο Παρίσι βρήκα χιλιάδες τέτοιους ανθρώπους. Η καλύτερη θέα του Πύργου σου δίνεται από δύο σημεία. Το πρώτο είναι μέσα από το μετρό, γραμμή 6 με κατεύθυνση Etoile, λίγο μετά το Bir Hakeim όταν περνάει πάνω από τον Σηκουάνα. Το δεύτερο είναι προφανώς το Trocadero (και αυτό πάνω στη γραμμή 6.)

Επίσης ξεχάστε τον μύθο του αυθεντικού παριζιάνικου καφέ όσο είστε σε απόσταση μικρότερη των 4 χιλιομέτρων από τον Πύργο του Άιφελ. Στριμόκωλες καταστάσεις και καπουτσίνο των 7 ευρώ – το μόνο παραδοσιακό είναι το σήκω φύγε μόλις πιεις τον καφέ σου. Πού’σαι ρε Αθήνα...

Trocadero

Το Τροκαντερό λοιπόν (που με έκπληξη διαβάζετε ότι δεν είναι εκείνο το μέρος στο Φάληρο) είναι το καλύτερο σημείο για να πιεις μια κόκα κόλα και να χαζέψεις το Παρίσι. Βλέπεις από απόσταση ασφαλείας τα πλήθη να συνωστίζονται κάτω από τον Πύργο του Άιφελ, έχεις στα 200 μέτρα ένα από τα καλύτερα ενυδρεία της Ευρώπης (CineAqua, είσοδος: 21 ευρώ) μέσα στο οποίο έλιωσα χαζεύοντας γλυκούς καρχαρίες και σαλάχια από την πατρίδα. Ναι, είχα υπέρμετρη εμπιστοσύνη στην τζαμαρία που μας χώριζε. Επίσης στην περιοχή το Μουσείο του Ανθρώπου και το Μουσείο της Θάλασσας προσφέρουν το ιδανικό φόντο για φωτογραφίες όταν αποφασίσεις ότι φτάνει ένα φιλμ για τις πρασινάδες και τον Πύργο.

Στο Trocadero είδα και την συγκέντρωση των Λιβανέζων της πόλης για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους δοκιμαζόμενους συμπατριώτες τους. Τότε ο πόλεμος ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Η συγκίνηση στα μάτια όλων έκδηλη, όμως είμαι σίγουρος ότι εκείνη η παρέα Αμερικάνων που χάζευε την σημαία με τον κέδρο δεν είχε ιδέα για το περί τίνος πρόκειται.

Επίσης, μια συμβουλή. Αποφύγετε πάση θυσία όσους προσφερθούν να σας ζωγραφίσουν την καρικατούρα. Θα σας πουν ότι είστε το τέλειο μοντέλο, έχετε την τέλεια μύτη, δεν ξέρω και εγώ τι, και στο τέλος θα καταλάβετε ότι δεν είναι δώρο αλλά θα σας χρεώσει 20 ευρώ, και θα σας ζητήσει και επιπλέον 10, και θα μείνετε με ένα κωλόχαρτο το οποίο δεν θυμίζει σε τίποτα εσάς. Τι; Αν το έπαθα εγώ; Ε...

Place de la Concorde – Champs-Elysees – Αψίδα του Θριάμβου


Ένας περίπατος που κάποτε ήταν ο πιο ωραίος της Ευρώπης. Σήμερα, τα μαγαζιά και τα αυτοκίνητα έχουν καταστρέψει την αίγλη των Ηλύσιων Πεδίων σε μεγάλο βαθμό. Η Αψίδα του Θριάμβου, δείγμα της μεγαλομανίας του Ναπολέοντα, στην μια άκρη της λεωφόρου. Στην άλλη το Concorde, με έναν στύλο στη μέση – not that interesting.

Στην Αψίδα λοιπόν του Θριάμβου, βγαίνοντας από το μετρό με έναν συνάδελφο Έλληνα (που είχα γνωρίσει εκείνη τη Δευτέρα όταν βγαίνοντας από την τάξη άναψε ένα τσιγάρο και εδέησε: «καταλαβαίνετε τίποτα απ’όσα λέει η σκρόφα;» - γεια σου Ελλάδα) φορώντας τα τζάκετ της Ολυμπιάδας, συνηδειτοποιήσαμε ότι κάτι πήγαινε εντελώς λάθος. Οι κάμερες έπαιρναν πλάνα από μια πορεία Αμερικάνων βετεράνων (με την αστερόεσσα μπροστά και τους γέρους πίσω μας) στην οποία άθελά μας γίναμε παραστάτες. Ουστ.

Λίγο πιο πριν απολαύσαμε τον πρέσβη της Βενεζουέλας να καταθέτει στεφάνι, ένας θεός ξέρει γιατί, και έναν αστυνομικό να μας σταματάει επειδή περάσαμε το δρόμο και δεν χρησιμοποιήσαμε τη διάβαση. Φανταστικέ μου τροχονόμε...

Tuilleries

Δίπλα στην Place de la Concorde υπάρχει ο κήπος των Tuilleries, που ποτέ μου δεν έμαθα τι σημαίνουν. Εκεί μέσα λοιπόν υπήρχε ένα μικρό λούνα πάρκ με ρόδες, roller coasters και πολλά παιχνίδια με πιστόλια. Σε ένα από αυτά κρεμότανε από κάτι κλωστές τηλεοράσεις HD, XBOX 360, ψηφιακές βιντεοκάμερες και άλλα πράγματα που κάνουν κάθε σοβαρό άνθρωπο να χοροπηδήξει κατακόκκινος και να ουρλιάξει «θέλω!»

Βέβαια, οι πιθανότητες να σπάσεις την κλωστή με το πιστόλι ήταν πολύ κοντά στο μηδέν.

Λίγο παραδίπλα υπήρχε ένα αντίστοιχο κόλπο, όμως εκεί έπρεπε να φέρεις συνολικό άθροισμα ζαριών 6 (ρίχνοντας τα 3 φορές) για να κερδίσεις ένα Home Cinema. Πόσο απίθανο. Άσε που για κάποιο λόγο φέραμε 3 φορες 24. Λες; Στημένο; Παράγκα!

Montparnasse

Εδώ έφτασαν οι μετανάστες από τη Νότια Γαλλία και έχτισαν τα σπίτια τους. Ένα από αυτά (δεν) είναι ο Πύργος του Montparnasse, από τον 59ο όροφο του οποίου βλέπεις την καλύτερη θέα του Παρισιού που γνώρισε ποτέ το ανθρώπινο μάτι. Και ένα επιχείρημα για τον Πύργο: όταν είναι να δεις το Παρίσι από ψηλά, καλύτερα ο Πύργος του Άιφελ να είναι μπροστά στα μάτια σου – και όχι κάτω από τα πόδια σου.

Βρήκαμε και μια χαριτωμένη ταβερνούλα, ή Bistrot αν προτιμάτε, στο οποίο απολαύσαμε (δόξα τω θεώ) καλομαγειρεμένο φαγητό και ωραία Coca-Cola (ανεκδιήγητοι – όταν είπα στον φίλο μου τον Σταύρο τι περιείχε η διατροφή μου στο Παρίσι κόντεψε να με σκοτώσει.)

Στην λεωφόρο λοιπόν με τις εκκλησίες και τους άστεγους στο ένα πεζοδρόμιο, στο άλλο υπάρχουν δεκάδες μαγαζιά για να πιεις το ποτό σου. Και μοιάζουν τόσο απελπιστικά με τις καφετέριες της Αγίας Παρασκευής...

Bercy Village

Το αγαπημένο μου αξιοθέατο. Παλιά οινοποιεία και αποθήκες ποτών που έχουν μετατραπεί σε ένα γραφικό επαρχιακό χωριουδάκι – με μαγαζιά παντού τα οποία σου χρεώνουν την αίσθηση του χωριού σε τιμές Μονακό. Βέβαια, βρήκαμε το Frog (η κάτι τέτοιο) το οποίο και λογικές (σχετικά) τιμές είχε, και μπύρα δικής του παραγωγής, και καταπληκτική μουσική 80’s.

Βγαίνοντας από το χωριό, η βόλτα στο πάρκο του Bercy είναι ένας πολύ καλός τρόπος να χαλαρώσεις (αν εξαιρέσεις κάτι σκάλες) και σου δίνει την ευκαιρία στις άλλες 2 άκρες του να δεις το Παλέ ντε Σπόρ, με τον έναν τοίχο από γρασίδι, και τη Βιβλιοθήκη Francois Mitterand, στο οποίο το μετάνιωσα που δεν μπήκα. Και σαν κτίριο πάντως είναι stunning.

Pere-Lachaise

Το Pere-Lachaise είναι το νεκροταφείο της Ανατολικής πλευράς του Παρισιού. Ναι, πήγα και σε νεκροταφείο, που ο οδηγός του Δήμου Παρισίων γράφει «είναι ένας υπέροχος τόπος για να κάνετε τη βόλτα σας.» Και έτσι είναι. Μπαίνοντας από τη βόρεια είσοδο (μετρό Gambetta) το πρώτο πράγμα που βλέπει ο επισκέπτης είναι τη λεωφόρο των ξένων πεσόντων, με την μοναδική ελληνική στήλη – αφιέρωμα σε όσους δικούς μας έχασαν τη ζωή τους πολεμώντας για (ή μαζί με) την Tricolore. «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος.» Και η τρίχα κάγκελο.

Στα αριστερά βρίσκεται ο τάφος της Edith Piaf (που τον βρήκαμε επειδή ο άντρας της λεγόταν Θεοφάνης και οι ελληναράδες κάτσαμε να δούμε ποιος είναι ο Θεοφάνης) και του Oscar Wilde (ένα περίεργο μεταμοντέρνο κουτί γεμάτο κραγιόν από οπαδούς του που το φιλήσανε, καθώς και ένα τρισέλιδο κείμενο που του αφιέρωσε κάποιος άλλος.) Στην ευθεία, στο οστεοφυλάκιο, υπάρχει το κενό κουτί που κάποτε φιλοξενούσε τις στάχτες της Μαρίας Κάλας. Γύρω γύρω μπορείς επίσης να δεις τους τάφους του Ντελακρουά, του Μολιέρου, του Υβ Φοντάν, του Σοπέν... και του Τζιμ Μόρισσον. Μάλιστα, αν βγεις από τη νότια είσοδο, πήγαινε στο γωνιακό καφέ και βρες τον τύπο με το άπλυτο μπουκλέ μακρύ μαλλί και την εξίσου άπλυτη μπλούζα των Doors. Θα σου πει μέχρι και σε ποιο τραπέζι καθότανε ο Τζιμ όταν ρούφηξε την ηρωϊνη.

Επίσης, μην κάνεις το λάθος και πας στις 3:30. Το ξέρω ότι κλείνει στις 6, αλλά αυτό το μέρος θέλει να του αφιερώσεις ένα φουλ πεντάωρο. Αλλιώς παίζει να μην προλάβεις να δεις τίποτα.

Sacre-Coeur

Η πρώτη Ελληνική πινακίδα που είδαμε στο Παρίσι ήταν στην καταπληκτική βασιλική στην κορυφή του λόφου της Μοντμάρτης. Καλούσε τους πιστούς να αφήσουν τον οβολό τους. Μια υπέροχη καθολική εκκλησία, με τα τυπικά παρεκκλήσια γύρω γύρω και τους πιστούς να προσεύχονται ανάμεσα στους τουρίστες που χάζευαν την μεγαλοπρέπεια της εκκλησίας.

Ακριβώς απ’έξω, πάνω από το τελεφερίκ, άλλη μια μοναδική θέα των Παρισίων, πάνω από την παλαί-ποτέ Montmarte των καλλιτεχνών, σήμερα των Γιαπωνέζων.

Στην Μοντμάρτη πάντως πηγαίνετε από το μετρό του Barbes: μπορεί να μην είναι από εκείνη την πλευρά το τελεφερίκ και να σας φάνε οι σκάλες, όμως θα σας δοθεί μια χρυσή ευκαιρία να περάσετε μέσα από τις φτωχές συνοικίες των μεταναστών και να παρατηρήσετε πως ζουν καθημερινά.

Ένας από αυτούς μάλιστα, ένας έγχρωμος με την κοπέλα του, μας ζωγράφισε μέχρι και χάρτη για να βρούμε που πάμε, και μας συνόδεψε για το πρώτο χιλιόμετρο της διαδρομής μέχρι εκεί που ήταν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσαμε να χαθούμε (δηλαδή, στην ίδια την Μοντμάρτη.)

Ελληνική φιλοξενία; Τρίχες...

Έπεται η συνέχεια...

23/8/06

Αθήνα 2004: Μαζί με την μητέρα της...

"Όλων των άλλων οι οικογένειες είναι εδώ, γιατί να μην μπορώ εγώ να φέρω την οικογένειά μου;" Μια ιστορία από την Ολυμπιάδα που πέρασε στα ψιλά των ειδήσεων, από το Ολυμπιακό Κέντρο Μπιτς Βόλει στην άκρη του Σαρωνικού.

Η Misty May, Αμερικανίδα αθλήτρια του πιο δημοφιλούς καλοκαιρινού αθλήματος, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο με την Kerri Walsh, κερδίζοντας στο τελικό το Βραζιλιάνικο δίδυμο. Μετά από την επιτυχία της σκόρπισε τις στάχτες της νεκρής μητέρας της, παλιάς αθλήτριας του τέννις, στο γήπεδο που γνώρισε τη δόξα της. Στο κέντρο του Μπιτς Βόλει.

Την ιστορία μου την θύμισε το "Hearts laid bare as athletes tell all" της Αυστραλιανής Δημόσιας Τηλεόρασης ABC, το οποίο σαφώς αξίζει την ανάγνωσή σας. Οι καλύτερες ατάκες της Ολυμπιάδας.

21/8/06

Οδηγός Αγορών #1

Το ονειροδρόμιο, νιώθοντας την αγωνία του αναγνωστικού κοινού για χρήσιμες συσκευές και άλλες ευκολίες χωρίς να χρειαστεί να σηκωθεί από την πολυθρόνα (ή την πλαστική καρέκλα στην περίπτωσή μου,) σας παρέχει μερικές προτάσεις αγορών. (Κάποιες θα θεωρήσετε τα παρακάτω προϊόντα εντελώς άχρηστα. Δεν πειράζει, ούτε εμείς καταλάβαμε ποτέ γιατί οι κρέμες ημέρας και νύχτας είναι ξεχωριστές, ούτε γιατί είναι απαραίτητα τα 350 μολύβια και τα 65 μανώ.)

Το ονειροδρόμιο δεν έχει αγοράσει τίποτα από τα παρακάτω και έτσι δεν μπορεί να εγγυηθεί για τίποτα. Αν είστε αρκετά τρελοί, μπορείτε να το δοκιμάσετε μόνοι σας. Αν είστε εντελώς τρελοί, πάρτε μου και μένα ένα από τα παρακάτω. Στείλτε mail :P

Α, και δεν παίρνουμε ποσοστά από τις παρακάτω εταιρείες. Αν και θα έπρεπε.


Αγορά 1η: 4xUSB και κρατήστε τον καφέ ζεστό.
Αυτό το εκπληκτικό gadget συνδέεται στον υπολογιστή μέσω USB και εκτός από το ότι το γραφείο σας αποκτά 4 καινούργιες θύρες USB (τέρμα τα προβλήματα μέσης κάθε φορά που πήγατε να βάλετε τη φλασιέρα στο PC επειδή η μαμά νόμιζε ότι το κουτί είναι καλύτερα νά'ναι στο πάτωμα πίσω από το σκουπιδοτενεκέ και το γραφείο) σας κρατάει και τον καφέ ζεστό.

Η επιφάνειά του, ειδικά σχεδιασμένη να κρατάει μια περήφανη κούπα, είναι ο καλύτερος τρόπος για να πείτε επιτέλους "ναι, το PC μου ψήνει και καφέ!"

Το βρήκαμε για 22,95 ευρώ στο Ouaou.

Αγορά 2η: Η κούπα για την αγορά 1η.
Ναι, το ξέρω. Οι κούπες του Ολυμπιακού δεν είναι τόσο fashionable αυτές τις μέρες, άσε που δεν σου ανακατεύουν και τον καφέ. Βρήκαμε λοιπόν και κούπα που ανακατεύει μόνη της τον καφέ σας, πατώντας ένα κουμπί. Επίσης, απλά ρίχτε νερό και σαπούνι και πλένει τον εαυτό της. Κούπα-γάτος. 19,95 ευρώ στο Ouaou.

Αγορά 3η: Κρατήστε τώρα και την Έψα* παγωμένη.
*: υποστηρίξτε την ελληνική βιομηχανία :Ρ
Και αυτό μέσω USB. Το συνδέετε και πάνω στο άλλο gadget που κρατάει τον καφέ ζεστό. Χωράει άνετα το ποτήρι με την πορτοκαλάδα, το φραπόγαλο ή την κοκα κόλα. 29,95 δολλάρια στο Perpetual Kid και 29,99 δολλάρια στο Think Geek.

Αγορά 4η: Το σαπούνι καφεϊνης.
Τέρμα πια η δικαιολογία του τύπου "κοιμάμαι ακόμα όρθιος, δεν πρόλαβα να πιω καφέ." Επίσης, τέρμα και το "δεν πρόλαβα να κάνω μπάνιο, έπινα καφέ." Κάντε και τα δύο ταυτόχρονα με το σαπούνι καφεϊνης. Ενώ πλένεστε, αυτό απελευθερώνει καφεϊνη στον οργανισμό σας. Μην χάνετε άσκοπα χρόνο. Μπάνιο και καφές ταυτόχρονα (άσε που δεν παίζει να λερωθείς από τον καφέ...) 7 δολλάρια στο ThinkGeek.

20/8/06

Random επαφή τρίτου τύπου

Igloo Αγίας Παρασκευής, μετά τα μεσάνυχτα. Αναγκαστικά το επισκέφτεσαι γιατί δεν έχεις και πολλές επιλογές: όπως είπαμε, ήταν μετά τα μεσάνυχτα. Και ο άλλος ήθελε παγωτό. Οέο. Και μπήκαμε στην ουρά για να πέσουμε πάνω στο ... Fame Story.

Η Φιντέλ, ο Βασίλης, ο Τάσος και μια άλλη (όπως έμαθα επιτόπου, δεν κατέχω και πολύ από αυτά) περίμεναν για να πάρουν παγωτό. Η Φιντέλ, ως γνωστόν (;) είναι η Τουρκάλα από την "ακαδημία." Μάλλον της άρεσε η περιοχή και έκατσε για πάντα. Και οι άλλοι μίλαγαν στα ελληνικά, αυτή σπαστά ελληνικά και φαρσί αγγλικά, και ήθελε Chestnut.

"Chestnut!? Α μαστίχα θέλει" αναφωνεί ο Τάσος.

Γυρνάω με χαμηλό τόνο και του κάνω "κάστανο θέλει."

"Μαστίχα! Μαστίχα!"

Η εξίσου αλλοδαπή υπάλληλος του καταστήματος πάει να βάλει μαστίχα. Η Φιντέλ πετάγεται έντρομη και λέει 'ochi, ochi, vanilla.'

"Κάστανο ήθελε" λέμε με λίγο πιο έντονο ύφος.

"Α ναι; Κάστανο βάλτε."

Μετά τον παρέσυρε ένας μονόλογος του τύπου "εμείς μιλάμε ελληνικά, αυτή αγγλικά και προσπαθεί να μάθει ελληνικά, και είμαστε στην Αθήνα, ό,τι νά'ναι." Πρώτη φορά βλέπει ξένο στην Αθήνα άραγε;

Φέυγοντας με τα παγωτά πετάει ένα "χάρηκα." Λες και γνωριστήκαμε ποτέ.

Η άκυρη στιγμή του Αυγούστου. Και η Φιντέλ; Ούτε ένα teşekkür. Εμ, εγώ φταίω που δεν σου δώσανε να φας μαστίχα.

18/8/06

Θεωρία Online Παιγνίων

Μια ενδιαφέρουσα κοινωνική - οικονομική ανάλυση του κόσμου των Massive Multiplayer Online RPGs (τύπου World of Warcraft) από τον Edward Castronova, έναν πρώην αποτυχημένο ακαδημαϊκό που βρήκε έναν πολύ ενδιαφέρον τρόπο να μελετήσει την κοινωνία μας: ξεκίνησε από την ψεύτικη κοινωνία. Απολαύστε το. (στα Αγγλικά)

Game Theories
On-line fantasy games have booming economies and citizens who love their political systems. Are these virtual worlds the best place to study the real one?
By Clive Thompson

Edward Castronova had hit bottom. Three years ago, the thirty-eight-year-old economist was, by his own account, an academic failure. He had chosen an unpopular field — welfare research — and published only a handful of papers that, as far as he could tell, "had never influenced anybody." He'd scraped together a professorship at the Fullerton campus of California State University, a school that did not even grant Ph.D.s. He lived in a lunar, vacant suburb. He'd once dreamed of being a major economics thinker, but now faced the grim sense that he might already have hit his plateau. "I'm a schmo at a state school," he thought. And since his wife worked in another city, he was, on top of it all, lonely.

To fill his evenings, Castronova did what he'd always done: he played video games. In April, 2001, he paid a $10 monthly fee to a multiplayer on-line game called EverQuest. More than 450,000 players worldwide log into EverQuest's "virtual world." They each pick a medieval character to play, such as a warrior or a blacksmith or a "healer," then band together in errant quests to slay magical beasts; their avatars appear as tiny, inch-tall characters striding across a Tolkienesque land. Soon, Castronova was playing EverQuest several hours a night.

Then he noticed something curious: EverQuest had its own economy, a bustling trade in virtual goods. Players generate goods as they play, often by killing creatures for their treasure and trading it. The longer they play, the more powerful they get — but everyone starts the game at Level 1, barely strong enough to kill rats or bunnies and harvest their fur. Castronova would sell his fur to other characters who'd pay him with "platinum pieces," the artificial currency inside the game. It was a tough slog, so he was always stunned by the opulence of the richest players. EverQuest had been launched in 1999, and some veteran players now owned entire castles filled with treasures from their quests.

Things got even more interesting when Castronova learned about the "player auctions." EverQuest players would sometimes tire of the game, and decide to sell off their characters orvirtual possessions at an on-line auction site such as eBay. When Castronova checked the auction sites, he saw that a Belt of the Great Turtle or a Robe of Primordial Waters might fetch forty dollars; powerful characters would go for several hundred or more. And sometimes people would sell off 500,000-fold bags of platinum pieces for as much as $1,000.

As Castronova stared at the auction listings, he recognized with a shock what he was looking at. It was a form of currency trading. Each item had a value in virtual "platinum pieces"; when it was sold on eBay, someone was paying cold hard American cash for it. That meant the platinum piece was worth something in real currency. EverQuest's economy actually had real-world value.

He began calculating frantically. He gathered data on 616 auctions, observing how much each item sold for in U.S. dollars. When he averaged the results, he was stunned to discover that the EverQuest platinum piece was worth about one cent U.S. — higher than the Japanese yen or the Italian lira. With that information, he could figure out how fast the EverQuest economy was growing. Since players were killing monsters or skinning bunnies every day, they were, in effect, creating wealth. Crunching more numbers, Castronova found that the average player was generating 319 platinum pieces each hour he or she was in the game — the equivalent of $3.42 (U.S.) per hour. "That's higher than the minimum wage in most countries," he marvelled.

Then he performed one final analysis: The Gross National Product of EverQuest, measured by how much wealth all the players together created in a single year inside the game. It turned out to be $2,266 U.S. per capita. By World Bank rankings, that made EverQuest richer than India, Bulgaria, or China, and nearly as wealthy as Russia.

It was the seventy-seventh richest country in the world. And it didn't even exist.

Castronova sat back in his chair in his cramped home office, and the weird enormity of his findings dawned on him. Many economists define their careers by studying a country. He had discovered one.

I first met Castronova at a piano lounge last summer at the Caesar's Palace casino in Las Vegas, where he was attending a high-tech conference. We talked over a few drinks, though our conversation was soon drowned out by the bar's syrupy Frank Sinatra impersonator, belting out a version of "New York, New York." Castronova winced. "Where better in the world to talk about virtual worlds than Las Vegas?" he said. "This place invented the idea of virtual life."

Castronova is a natural role-player. He's a short, nebbishy guy with a neat goatee and horn-rimmed glasses. When he lectures he radiates charisma; he is the cool professor you wish you'd had when you were trying to grasp the dry mechanics of price theory. Until recently, he acted in a Shakespearean troupe, and in his spare time he explores the world of "multiple-user domains" — Internet chat environments where people assume different personae as they hang out together.

Castronova suspects his eclectic background is why he never made the powerful connections necessary to secure a good academic job. "I've always been an outsider. I've just been floating around outside communities, sort of flitting from topic to topic," he said.

With virtual worlds, he had finally hit upon a subject that was exploding into the mainstream. Experimental online worlds had been kicking around for years, but they took a leap forward in 1997, when Ultima Online — a medieval fantasy world similar to EverQuest — launched, and quickly amassed a hundred thousand users. The idea of having a second life on-line suddenly didn't seem so geeky, or, at the very least, it seemed a profitable niche; companies like Sony and Microsoft swarmed on-line. Today there are more than fifty active games worldwide, and anywhere from two to three million people playing regularly in the U.S. The games range from Star Wars Galaxies (where you can wander around as a Wookie and fight the Dark Side) to There.com (where you can wander around Disneyfied islands as an attractive Gap-style model and admire your hot new body). In Korea, a single game called Lineage claims more than four million players.

To figure out precisely who was playing EverQuest, Castronova persuaded thirty-five hundred users to fill out a survey. As one might expect, the average age turned out to be twenty-four, and the players were overwhelmingly male. The amount of time spent "in game" was staggering: over twenty hours a week, with the most devoted players logging six hours daily. Twenty percent of players agreed with the cheeky (if alarming) statement "I live in Norrath but I travel outside of it regularly"; on average, each of these "residents" possessed virtual goods worth about $3,000 U.S. "When you consider that the average real-life income in America is only, like, thirty-seven thousand," Castronova tells me, "you realize these people have a non-trivial amount of wealth locked up inside the games."

When he finished his research, Castronova assembled it in a paper called "Virtual Worlds: A First-Hand Account of Market and Society on the Cyberian Frontier." He submitted it to an academic Web site, the Social Science Research Network, that distributes working papers, free for anyone to read. The site has 43,982 papers, by more than 37,000 authors. He didn't expect too much. "I thought maybe seventy-five people would read it," he recalls, "and that'd be great."

He was wrong. The paper sent a shock wave through the on-line world. EverQuest players pounced on it and wrote up excited descriptions on game-discussion boards. That led to a flurry of posts on popular blog sites. Soon, academics and pundits in Washington were rushing to read it. Barely a few months later, Castronova's paper became the most downloaded paper in the entire database — beating out works by dozens of Nobel laureates. Today, it's still in the top three.

Why the rush of interest? What can a game filled with elves and warrior dwarves tell us about the real world?

Quite a lot, if you believe the economist Edward Chamberlin. In 1948, Chamberlin admitted that all economists face a critical problem: they have no clean "laboratory" in which to study behaviour. "The social scientist . . . cannot observe the actual operation of a real model under controlled circumstances," he wrote. "Economics is limited by the fact that resort cannot be had to the laboratory techniques of the natural sciences." Instead, classical economics tries to predict economic behaviour by theorizing about a completely fair marketplace in which people are rational actors and all things are equal.

The problem with this — as plenty of left-wing critics have pointed out — is that all things aren't equal. Some people are born into rich families, and blessed with great opportunities. Others are born into dirt-poor neighbourhoods where even the most brilliant mind coupled with hard work may not forge success. As a result, economists have warred for centuries over two diverging visions. Adam Smith argued that people inherently prefer a free market and the ability to rise above others; Karl Marx countered that capital was inherently unfair and those with power would abuse it. But no pristine world exists in which to test these theories — there is no country with a truly level playing field.

Except, possibly, for EverQuest, the world's first truly egalitarian polity. Everyone begins the same way: with nothing. You enter with pathetic skills, no money, and only the clothes on your back. Wealth comes from working hard, honing your skills, and clever trading. It is a genuine meritocracy, which is precisely why players love the game, Castronova argues. "It undoes all the inequities in society. They're wiped away. Sir Thomas More would have dreamt about that possibility, that kind of utopia," he says.

Virtual worlds have produced some surreal rags-to-riches stories. When the on-line world Second Life launched, the players were impressed to see a female avatar industriously building a sprawling monster home. An in-game neighbour stopped by to say hello only to discover she was a homeless person in British Columbia, logging on using her single remaining possession, a laptop. Penniless in the real world, she belonged to a social elite in the fake one.

Not all social inequities are absent, of course. For instance, Castronova discovered that women in the game are worth less than men, in a very measurable way: when he compared the sale of male and female avatars, he found than female characters sold for 10 percent less than male ones at precisely the same power level. Players with female avatars also say it's harder to advance in the game, at least initially — even though the female characters are often being played, in real life, by men. (A study by the game academic Nick Yee found that male players "cross-dress" as female characters at least one-third of the time.) Men play as women characters partly for the kinky thrill, but also because female characters are given random presents of free stuff by other players, a chivalric custom known as "gifting." "Personally, you receive a lot more stuff when you start out as a female," as one male cross-dresser wrote to Yee.

Ultimately, Castronova says, EverQuest supports one of Adam Smith's main points, which is that people actually prefer unequal outcomes. In fact, EverQuest eerily mirrors the state of modern free-market societies: only a small minority of players attain Level 65 power and own castles; most remain quite poor. When game companies offer socialist alternatives, players reject them. "They've tried to make games where you can't amass more property than someone else," says Castronova, "but everybody hated it. It seems that we definitely do not want everybody to have the same stuff all the time; people find it boring." It is a result that would warm the heart of a conservative.

Yet progressives, too, have been drawn to Castronova's research. Robert Shapiro, formerly an undersecretary of commerce for Bill Clinton, views the economist's findings as nothing less than a liberal call-to-arms. EverQuest players tolerate the massive split between the virtual rich and the poor, Shapiro tells me, only because they know that this is a level playing field. If you work hard enough, you'll eventually grow wealthy. In Shapiro's view, Castronova's research proves that the only way to create a truly free market is to support programs that give everyone a fair chance at success, such as good education and health care. "This may provide the most important lesson of all from the EverQuest experiment," he wrote in an essay. "Real equality can obviate much of a democratic government's intervention in a modern economy. . . . If EverQuest is any guide, the liberal dream of genuine equality would usher in the conservative vision of truly limited government." In other words, maybe the best way to save the real world is to make it more like EverQuest.

A few months ago, a powerful warrior showed up on EverQuest. He was at Level 50, an indication that he was an experienced player. But when he tried to join a group of other similarly powerful players on a quest to kill a dragon, they quickly realized he had no idea what the hell he was doing. He didn't understand teamwork or even the basic language of the game. Then they discovered his secret: he was a thirteen-year-old kid whose parents had gone to PlayerAuctions.com and bought him the character for $500.

"He kept getting killed over and over and over again. People were like, Who is this idiot?" says Sean Stalzer, a thirty-three-year-old who is a five-year veteran of EverQuest. Stalzer runs The Syndicate, one of the game's most respected "guilds." Guilds are groups of powerful characters who co-operate to defeat the deadliest monsters (which provide the richest loot). The most elite guilds generally have a no-buying ethic. They accept only players who have "levelled up" their characters the old-fashioned way. "They put hours and hours into it," Stalzer says. "So when someone comes along to make a profit or buy a character, it makes a mockery of what they do. Why should you be better than me because you have more money?" His disdain is like that of a hardscrabble kid from the projects who works for years to get into Yale — only to watch George W. Bush sail in because his daddy is a rich donor.

This culture war underscores the big irony of EverQuest politics. Sure, most players love a level playing field — but they love a leg up even more. Adam Smith might smile at EverQuest's booming marketplace, but beneath the surface, Marx's bleaker vision of capital might be winning the day.

Of course, many people buy "pre-levelled" characters not to cheat at the game, but to save time. They're usually busy professionals who can't waste six numbing hours a day killing bunnies to make their warrior elf more powerful. Game companies frown on the selling of characters because they feel it destroys the meritocratic feel of their worlds. But because so many millions of players clearly want to buy their way to power, the companies have mostly turned a blind eye to the on-line auctions. Last year, Ultima Online caved in and began to sell "pre-levelled" characters to new players; demand was so high on the first day that their phone banks crashed.

Even the most stoic guild members are tempted by the booming market. Stalzer's guild was once offered $50,000 for all of its characters and loot. The members declined. But, sometimes, when individual guild members run into financial difficulties in the real world, they quietly pawn off virtual goods on the side. "One guy had an 'Enchanter' and he sold it for two thousand dollars," Stalzer tells me. "That happens a lot. You get a guy who says, 'Dude, I just graduated and I can't find a job, so I gotta sell this thing.' But I don't mind it when it's real financial need."

Guild members hesitate to sell their goods in part because they do not feel they are the sole owners. When a guild vanquishes a monster, it divides the loot among the members. Each player's booty winds up feeling more like a piece of communal property. At the Las Vegas computer conference, Castronova and I ran into a blue-haired nineteen-year-old who plays EverQuest as a Level 55 "cleric" in a powerful guild. "I've got dozens of reagents, these magical potions," she said. "And some of them are probably worth, like, a hundred bucks apiece. I could totally sell them. But I always think, damn, I only have this stuff because of how other people helped me get it. So they sort of own it, too. It's not my right to sell it." In EverQuest, even socialism finds a home.

Within months of Ultima Online's launch, in 1997, the game spiralled into a currency crisis. The developers woke up one morning to discover that the value of their gold currency was plummeting. Why? A handful of sneaky players had discovered a bug in the code that allowed them to artificially duplicate gold pieces (called "duping"). The economy had been hit by a counterfeiting ring. Inflation soared, and for weeks, players would log in each day to find their assets worth less and less.

Ultima programmers soon fixed the bug. But then they had a new problem: How do you drain all the excess gold out of the economy and bring prices back to normal? They hit upon the idea of creating a rare type of red hair dye and offering it for sale in small quantities. It had no real use, but, because it was rare, it became instantly popular and commanded an enormous price — which leached so much gold out of the system that inflation subsided. But the programmers had to meditate for hours on what possible side effects their "fix" might have.

Game designers are, in a sense, the government of their worlds, continually tweaking the system to try and keep it from ruining the lives of their "citizens." In essence, they face the political question that bedevils real-life politicians everywhere: How much should a government meddle in the marketplace?

In Ultima Online, players pick jobs and produce goods: blacksmiths make iron tools; tailors make shirts. In the early days, the players were forced to find other players to buy the stuff. They had to act like entrepreneurs and, as it turned out, few people really wanted to do that; they just wanted to do their jobs and get paid. So the game designers created "shopkeepers," robot characters that would automatically buy whatever goods the players made. This forced the designers to behave like Soviet central planners, micromanaging every aspect of the marketplace with arcane algorithms of supply and demand. How much would a chair be worth, compared to a rabbit skin? If horseshoes were suddenly in low supply, how would that affect the price of magical healing potions? How much inflation is too little, or too much?

Citizens, too, began to complain that the economic system was bafflingly arbitrary. One irate player pointed out that a spool of thread could be bought for two gold pieces, then instantly transformed by a tailor into a shirt worth twenty gold pieces — a profit margin that massively overshot any other activity, for no apparent reason. Eventually the game designers mostly gave up, and built a system in which players could trade more easily among themselves.The Berlin Wall fell, and capitalism rushed in.

The free market made things more fluid, but also more unfair. Soon, rich players drove the price of basic goods so high that poor players became much poorer. Once again, the designers had to step in. They would "drop" objects in places where new players could easily scavenge them, giving them a chance to amass a bit of wealth. The designers also set up programs to buy the otherwise useless items generated by poor players (such as animal skins) to give them a chance to make money. In essence, they created handouts for the disadvantaged. Ultima Online had morphed into a modern welfare state, where a free market coexists uneasily with an activist government. "As a developer, I would love to leave it all as a free market," says Anthony Castoro, one of Ultima Online's first designers. "But people who are new to the game would have nothing, and the big players would have everything."

A year after Castronova began his writings on the field, on-line games were sufficiently mainstream that he was a media celebrity, with CNN, National Public Radio, and endless newspapers calling him for comment. But economists at universities still weren't impressed. Castronova submitted his original EverQuest paper to a few economics journals. They rejected it instantly. One reviewer wrote a snippy note saying he preferred "to stick with things that are real rather than virtual."

One can appreciate the economists' confusion. Even the most highly valued virtual goods do not seem, in some essential way, real. An Axe of the Heavens may be great for killing virtual orcs, but it cannot be enjoyed in the physical world. You can't eat virtual food to stay alive. But that distinction shouldn't matter — at least not in economics, which is, as Castronova never tires of pointing out, the study of the entirely arbitrary values that people ascribe to things. "Most of a diamond's value is virtual, too," he adds.

The ultimate proof of this idea is in the game world's emerging merchant class — people who make their real-world income purely by "flipping" virtual goods. Much of their everyday jobs is conducted within the game.

One of these merchants is Robert Kiblinger, a thirty-three-year-old West Virginian. A commercial chemist by training, he worked for Febreze, the company that invented the popular cleaning agent, for which he still holds a couple of patents. ("I was basically selling perfumed water," he jokes.) But then he started playing Ultima Online, where he ran into a player who was tired of the game and wanted to sell his entire account. The player owned two houses and towers and oodles of rare items, and only wanted $500, which Kiblinger figured was a steal. He drove to Cincinnati to close the deal. "I met him in a Taco Bell parking lot and I gave him a cheque," he recalls. The next day, they met inside the game, and the seller handed over the virtual goods. Kiblinger turned around and resold the whole shebang a few days later to another player on eBay for $8,000, producing a tidy profit.

He was hooked. He began buying up items from anyone who was willing to sell, and set up a Web site — UOTreasures — to advertise his inventory. Today the site gets thirty-five thousand visitors a week. Kiblinger employs five hundred people inside the game, paying them a small stipend (in Ultima Gold and cash) to act as virtual couriers, scurrying around inside the game to deliver the goods to the players who've paid for them. A few elite customers have bought more than $20,000 of stuff from him. A couple of years ago, business was so good that Kiblinger quit his job as a research associate at Procter & Gamble to work full-time as a virtual vendor, though he won't tell me his exact income. "It's in the six figures," he says. "It's a decent living."

Kiblinger introduced me to one of his clients, Becky Ruttenbur, a thirty-seven-year-old woman in Montana. Outside the game she's a single mother; inside she is "married" to another virtual character, played by a soldier who is currently stationed in Iraq. Ruttenbur and the soldier have a joint house and property in the game, even though the soldier is married in real life. Such in-game polygamy is common; Ruttenbur has even met her cyberhusband's real-life wife, and says, "She thinks we're nuttier than you could imagine." After playing Ultima Online for five years, Ruttenbur has a huge estate of in-game property, including a set of potted plants that goes for an average of $75 in real U.S. dollars on an auction board. Her stash of on-line goods would fetch $15,000 if she sold it.

Now there's a company rich enough to buy the entire lot. Three years ago, a company called IGE, whose sole function is to buy and sell virtual goods, launched. I met one of the company's founders, Brock Pierce, at a gaming conference in New York. A fresh-faced, blond twenty-three-year-old who is based in Boca Raton, Florida, he said IGE has "thousands of suppliers" who scout the games all day long to find cut-rate goods. He has a hundred full-time staff members at an office in Hong Kong to handle customer service. On any given day, he says, they handle "several million dollars'" worth of virtual inventory.

Several million? "We're ten times the size of anyone else," Pierce bragged. Many players call IGE the Wal-Mart of virtual games. But it is more like a Morgan Stanley or a Long Term Capital Management, a company whose holdings are significant enough to singlehandedly affect the cash flow of the markets.

Of course, every booming economy has not only its white-shoe financiers but also its lowly offshore workers. A few years ago, a company called Black Snow Interactive opened up a "levelling" service for the game Dark Age of Camelot. It had a digital sweatshop in Mexico; there, ultra-low-wage workers would click away at computers, playing the characters twenty-four hours a day to level them up. Mythic, the company that runs Dark Age of Camelot, got wind of the scheme and closed down Black Snow's accounts and auctions. The operators vanished, and have not been heard of since.

An even more intriguing financial institution opened for business a few months ago: the Gaming Open Market. Based in Toronto, it is an on-line service that exists solely for trading the currencies of virtual games — Gold/Silver from Horizons, Linden Dollars from Second Life, Therebucks from There.com. If you're a player who wants some quick virtual currency for your favourite game, you can buy it there using real-world U.S. cash. Sometimes people who play several different virtual games use the market to transfer money from one world to another, like travellers at an airport exchanging currencies.

As on Wall Street, the value of each game currency fluctuates wildly depending on how badly it's needed. "It's just supply and demand. If somebody really wants a currency, it can drive the price sky-high," says Jamie Hale, the thirty-year-old founder of the Gaming Open Market. The day I spoke to him, a single player had bought every Linden Dollar on the market, about $500 (U.S.) worth. It cleaned out the Market's entire stock and produced a sudden spike in the Linden Dollar's value. Sometimes Hale himself will jump in to do some quick currency trading if he spots a profitable spread. He admits he has no official training in finance; in fact, he's a programmer by trade, and his co-founder — who helped write the Market's software — is an astrophysicist. "We keep a bunch of economics texts on my shelf to appear smart," he jokes.

Hale's operation is still small, with only nine hundred users. But, as it grows, it could conceivably produce a virtual George Soros — someone who amasses so many billions of units of a currency that he could provoke a crisis in that game's economy for the purposes of profiting off it, much as Soros destroyed the British pound in September, 1992. "The value of the currency would drop through the floor," Hale notes. "But that's the game company's problem."

As virtual worlds increasingly mirror the real one, game companies are already dealing with another problem: crime. Indeed, there's even organized crime in The Sims Online, the cyberspace version of the top-selling computer hit. In the game, players assume control of tiny suburbanites, build houses, and work at jobs to earn "Simoleans," the in-game currency. The Sim Mafia was founded by Jeremy Chase, a twenty-six-year-old in Sacramento. Players who want to destroy another character's reputation turn to the mob. The game has a system of black marks for punishing bad behaviour. If Chase is paid to "tag" someone, he gets his crime family — a loose collection of a hundred players — to place dozens and dozens of red tags on the victim. When they're done, other players will assume the character must have done something awful, and refuse to speak or trade with him.

Peter Ludlow, a professor of philosophy at the University of Michigan, became fascinated by The Sims Online last year and founded a blog — "The Alphaville Herald" — that reports on interesting social situations inside the world. Last November, he discovered something truly strange: The game had a chain of cyber-brothels, run by a family of avatars, all played by a character named "Evangeline." Evangeline had organized a handful of Sim women to perform hot-sex chat inside the game for customers, who paid in Simoleans. "Girls set their own prices," she told Ludlow. "Bj's" were 20,000 Simoleans, the equivalent of roughly $4.50 (U.S.); Evangeline reserved the richest customers for herself, making up to $40 or $50 (U.S.) a trick. Ludlow later discovered that some of Evangeline's "girls" were underage girls in real life, and that Evangeline herself was a seventeen-year-old boy living in Florida. When he blogged about his findings, reporters nationwide snapped to attention, and soon The Sims Online was on the front page of The New York Times.

Maxis — the company that runs the game — struck back. They cancelled Ludlow's account, claiming he had broken the game's rules by advertising his blog inside the world. (Maxis prohibits anyone from advertising real-world services or goods inside the game.) Ludlow insists he never made a dime off "The Alphaville Herald," and that he was booted out solely because his research had embarrassed the game company.

Either way, Ludlow lost most of his goods. When game owners cancel your account, it's like having your house instantly destroyed in a fire: your property winks out of existence. Ludlow figures he had about two hundred dollars' worth of virtual goods deleted, including a pet cheetah ("which is like a fifteen-dollar animal") that he'd bought from a vendor on-line. Yet Maxis could not entirely delete his virtual wealth. A week before his account was deleted, Ludlow had deposited eight hundred thousand Simoleans into an account at the Gaming Open Market. And Maxis has no power over the Market; it cannot forcibly demand that Hale, the owner of the exchange, delete that money. In effect, Ludlow had parked his money in the virtual-world equivalent of an overseas bank, where no game government could touch it.

Ludlow's case points to the ultimate question, with enormous legal implications for the real world: What, precisely, is the legal status of virtual property? Does anyone actually "own" it?

Last November, I accompanied Castronova to a legal conference in New York devoted to this subject. There game-company executives argued that when a player joins a world such as Ultima Online, he or she agrees to a user licence that explicitly says the game company owns everything that happens on the servers. "It's a game, and what we're doing is inviting you in to play with the toys. But you don't own the toys. We do," said Richard Bartle, who pioneered the first virtual world back in the 1980s.

The problem is that people who play the games act as if their virtual castles were their own private property. And, when it comes to property issues, courts in the U.S., at least, have traditionally tended to take the view that if it quacks like a duck, it is a duck. If enough people treat their Robe of Primordial Waters as though it's genuine personal property, the law might respect that — no matter what the game companies say.

This debate may appear rather abstract right now. But, sooner or later, one of these game companies will start losing money and decide it can't afford to keep its virtual world. (Many observers expect at least one major world to go bankrupt this year.) If a game shut down, it would instantly destroy hundreds of thousands — perhaps even millions — of dollars. The homeless woman with the virtual mansion, for instance, could probably sell her goods for several hundred dollars; she would lose her single most valuable possession.

For now, there is no clear precedent on how to deal with virtual property. Owning a virtual castle is not like owning other virtual things, such as stock in a company, because the value is not in an external, tangible object such as a corporation, but in the work and money invested in acquiring it.

With stakes like that, said Jack Balkin, a Yale law professor and a host of the legal conference, players will probably fight back with lawsuits, or by going right to politicians, demanding legislation to prevent worlds from closing down. Julian Dibbell, a journalist who began trading virtual goods himself last summer — he aims to report "revenue from the sale of virtual goods" as the single biggest line-item on his 2004 tax return — later suggested an even stranger scenario. He said that players could well band together and try to buy back the world at the company's bankruptcy hearing — and then run it themselves as a breakaway republic. "Some renegade players have done things like that before, actually," he noted. "They've gotten access to the code of the game and then illicitly created their own duplicate world."

In a few years, these questions will creep into the mainstream, because online environments such as EverQuest are likely to become a significant way that people interact with the Internet. Only a small chunk of the population will ever go into a brooding medieval-fantasy such as EverQuest, but virtual worlds have emerged that are much friendlier, and do not use dungeons-and-dragons themes at all. Indeed, they're not even games: they have no goals, no "levels" to achieve, no points to score.

There.com, for example, is a 3-D world devoted to nothing but chatting and socializing, using avatars that look like seductive, attractive models. You'd probably prefer it to real life, because everything is just so much prettier in There. As in the real world, one of the main activities in There is shopping. The company created a currency, Therebucks, and tied it directly to the value of the American dollar to prevent inflation. Players spend a lot of time customizing their appearance (often for the purposes of flirting), so Nike and Levis have virtual clothes that they sell solely inside the game. Individual players, too, have become designers, creating outfits they sell to other There citizens. "One of the leading clothes designers is making $3,000 to $4,000 a month, which is a full-time job," says There's founder, Will Harvey.

A place like There is not so much a game as a platform for life. A large chunk of our everyday experiences — meetings, conversation, music, shopping — could port nicely to a 3-D space. There Inc. is already talking to companies about licensing "land" inside the game, so far-flung employees can conduct meetings there instead of on the old-fashioned Internet. It's not as far-fetched as it sounds. The U.S. military has already licensed a private chunk of There and created a simulation of the planet on it. The army is currently using the virtual Baghdad in There as a training space for American soldiers.

The prospect of life moving into an area such as There both amazes and terrifies Balkin. "So, what happens when people start doing therapy inside a virtual world?" he asked. "Or teaching? It's a convenient place to meet, but literally everything can be recorded. So what do you do when doctors are meeting to talk with patients in a virtual world?"

Castronova sighs. Though he has made his career out of studying these economies, he is dismayed by how the real world has bled into the virtual one. "I liked it better when they were just, you know, games," he says wistfully. He preferred the meritocratic feel of EverQuest, before all the duping and the auctions and the bidding wars for powerful avatars. He liked the idea of on-line worlds as a place you migrated to when, like an immigrant, you wanted a new lease on life — just as three years ago, when, depressed and lonely, he first stumbled into EverQuest.

His own voyage had a good ending. A few months ago, the communications department at Indiana University in Bloomington called. They had read his work and wanted to talk. Weeks later, they offered him a fully tenured position in a new department. Castronova had still never published a single one of his EverQuest papers in print; all his analyses had been distributed on-line. "It's all PDFs and Web sites," he joked. Like an avatar in the game, he had levelled up.

Clive Thompson writes about science and technology for The New York Times Magazine, Wired, and Details, and runs the tech-culture blog collisiondetection.net.

Φυστίκια, πασατέμπο...

Επιτέλους, Σεπτέμβριος. Ξεκινάνε όλα. Πρωτάθλημα Ελλάδος, Σούπερ Λίγκα πλέον (το τι σούπερ θα έχει θα δείξει) και τα προκριματικά της Εθνικής. Γρήγορες σκέψεις για τη στρογγυλή θεά και η στάνταρ ευχή: να βάλει επιτέλους ο Ολυμπιακός μας μακρυμάνικα στο Champions League.

Μπάλα, μπάλα μορένα.
Φέτος ξεκινάει το μοναδικό πρωτάθλημα που υπάρχει το (απειροελάχιστο) ενδεχόμενο ο αρχηγός του Παναθηναϊκού (ο ανεκδιήγητος Έκι) να σηκώσει το τρόπαιο από τα χέρια του Πέτρου Κόκκαλη. Αλλοίμονό του του παιδιού τι θα πάθει στο κατάμεστο ΟΑΚΑ αν γίνει κάνα τέτοιο κουλό.

Γι'αυτό ο Σωκράτης πήρε τα μέτρα του. Δεν εξηγείται αλλιώς το πόσο νωρίς έληξε ο Ολυμπιακός τις μεταγραφές του για να μοιράσει μετά πεντάρες σε ομάδες τύπου από αυτές που κάποτε μας πετύχαιναν σε κύπελλα UEFA και άλλες κατάντιες και μας στέλνανε για χόρτο.

Τι το σούπερ λοιπόν περιμένουμε από τη Σούπερ Λίγκα; Κατ'αρχάς, Σούπερ θέαμα. Το WWE βρίσκεται σε εξαιρετική φάση παρακμής, άρα το ξύλο να το περιμένουμε στα γήπεδα αφού όλα τα ματς θα έχουν οπαδούς και των δυο ομάδων μέσα. Εκτός αν φτάσουμε στο σημείο να βλέπουμε τον Χατζηχρήστο της Original με τον τυχαίο κάφρο της Θύρας 13 να τραγουδάνε μαζί δακρυσμένοι το "Μόνη ξανά δεν θα σ'αφήσω." Μπα.

Ο Ολυμπιακός μάλλον θα (ξανα)πάρει το πρωτάθλημα, με την ΑΕΚ και τον Άρη να εμφανίζονται ως οι μόνες ομάδες που πήραν πολύ ζεστά το θέμα μεταγραφές. Και ενώ την ΑΕΚ ξέρουμε που να την περιμένουμε (το 1-2 στη Χαρτς δεν ήταν ένα τυχαίο αποτέλεσμα), τον Άρη ένας θεός ξέρει μέχρι που θα τον φτάει η διοίκηση με την υποστήριξη του Ροναλντίνιο (ακόμα κλαίει από χαρά που το Κλεάνθης Βικελίδης δεν θα υποδέχεται του χρόνου τη Νίκη και τον Εθνικό Αστέρα.)

Από εκεί και πέρα; ΠΑΟΚ; Το ανέκδοτο της Τούμπας. Μάλλον η ΠΑΕ είναι καταραμένη, δεν εξηγείται αλλιώς. Πάντως επωφελήθηκαν όσο πήγαινε από την κάψα του Τζίγγερ να πάρει τον Σαλπιγγίδη, οπότε και λεφτά πήραν και παίχτες πληρωμένους από τον Παναθηναϊκό. Ηρακλής; 3 μεταγραφές. Η μία είναι ο Μαυρογενίδης. Τον εμπιστεύομαι. Αλλά και πάλι, τι στόχους να βάλει.

Εμένα πάντως μ'άρεσε που ανέβηκε ο Εργοτέλης. Γηπεδάρα και λαός. Αν όλες οι ομάδες μάζευαν τον κόσμο που μάζευαν στο Παγκρήτιο πριν από 2 χρόνια, το πρωτάθλημα θα ήταν ήδη καλύτερο.

Ιωνικός και τα ρέστα; Ναι, το Σούπερ στη Σούπερ Λίγκα είναι τα γήπεδα σαν και αυτό της Νίκαιας. Και μετά θέλουμε να πάει μπροστά το ποδόσφαιρο... Τουλάχιστον λείπει ο Ακράτητος των 26 εισιτηρίων (αν τραγουδήσω στάνταρ κόβω περισσότερα εισιτήρια) και η Καλλιθέα του Ελ Πάσο, με 2 επαρχιακές ομάδες να ανεβαίνουν στη θέση τους. Και στη θέση της Λειβαδιάς ο ιστορικός Άρης.

Λίγο παρακάτω όμως στη Β' Εθνική αξίζει να δει κανείς το φαινόμενο Εθνικός. Εθνικός Πειραιώς - Α.Ο. Μάνης βασικά. Νέος πρόεδρος (ο όμιλος εταιρειών του οποίου ή έχει απαίσιο site ή είναι όντως under construction) και Τζιοβάνι (όλε), αρχηγό της Εθνικής Τογκό στο Μουντιάλ του 2006 και άλλοι 7 νέοι παίχτες.

Μυρίζει αλλαγή το σκηνικό στη μπάλα. Αλλά όσο πας να ελπίζεις, πέφτεις πάνω στο ρεπορτάζ του ΠΑΟΚ και συνηδειτοποιείς ότι η αλλαγή δεν έρχεται έτσι απλά. Ο χρόνος θα δείξει αν η Σούπερ Λίγκα είναι κάτι ουσιαστικό και όχι απλά μια νέα ΕΠΑΕ.

Εθνική Ομάδα
Θα είμαι σύντομος. Ότο Ρεχάγκελ, σε ευχαριστούμε για όσα μας προσέφερες. Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα ήταν κάτι που αν το λέγαμε πριν το 2004 ότι θα το πάρουμε, θα μας έπαιρναν με τις πέτρες. Σε ευχαριστούμε. Να σε κάνουμε αξιωματικό, να σου δώσουμε υπηκοότητα, να σου δώσουμε δεκαπέντε ελληνίδες να σου χορεύουν κάθε βράδυ.

ΟΜΩΣ

Ήρθε το 2006. Δεν με πείραξε τόσο η τεσσάρα από την Αγγλία. Με πείραξε που εσύ, Βασιλέα Ότο, από το 4-0 αυτό που συμπέρανες ήταν ότι από την ομάδα έπρεπε να φύγει ο... Γιάννης Σαμαράς. Ο γκολτζής της Μάντσεστερ Σίτυ. Ο άνθρωπος που έκανε την Πρέμιερ Λιγκ να παραμιλάει πέρυσι με κάποιες εμφανίσεις του.

Στην ίδια εθνική ομάδα υπάρχει πάλι ο Μπασινάς, ο Ζαγοράκης...

Ότο, μην γίνει καμιά στραβή και χάσουμε από καμιά Μολδαβία (γιατί κακά τα ψέματα, αν δεν το έπαιζε σέντερ φορ ο Νικοπολίδης πέρυσι στο Καζακστάν, θά'χες φύγει μια ώρα αρχύτερα.)

Ή ασχολήσου με την Εθνική (ξέρεις, δες για παράδειγμα αυτό το παιδί που τον λένε Στολτίδη και δίνει τίτλους και νίκες στον Ολυμπιακό) ή βγες στη σύνταξη. Γιατί κρίμα να ξεφτιλίζεσαι με κάτι τέτοια. Εκτός αν φταίει ο Τοπαλίδης. Μπα.

17/8/06

3D με κιμωλία, για να γουστάρουμε

Ο καλός φίλος Βασίλης έστειλε φωτογραφίες από την Αθήνα του Βορρά, το Εδιμβούργο, και την παρακείμενη Γλασκώβη, με κάποια από τα καταπληκτικότερα street art κομμάτια που έχουν περάσει ποτέ από το MSN μου. Τρισδιάστατες απεικονίσεις στο πεζοδρόμιο με όπλο μια κούτα κιμωλίες. Όσο εμείς ασχολούμαστε με τις αγελάδες...


















Ακολουθεί η απομυθοποίηση... :)





Απλά...

16/8/06

Λονδίνο, βόμβες και διαφανείς σακούλες

Δεκάδες χιλιάδες χαμένες βαλίτσες, εκατοντάδες ακυρωμένες πτήσεις και το μένος των επενδυτών της Easyjet και της Ryanair ήταν το αποτέλεσμα της υστερίας που έπιασε τις αρχές της Μεγάλης Βρετανίας μετά την σύλληψη των υπόπτων για την παρ'ολίγον τρομοκρατική επίθεση πάνω από τον Ατλαντικό. Και το μυαλό όλων δεν πήγε στην 7η Ιουλίου, αλλά λίγο πιο πίσω. Στο περίφημο 9/11.

Πέντε χρόνια μετά, με χιλιάδες νεκρούς από όλες τις πλευρές, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν είναι ακόμα ελεύθερος. Το ίδιο και οι πυρήνες της Αλ Κάιντα. Το ίδιο και τα χαμόγελα που είδα στις φάτσες των ηλιθίων εκείνη την αποφράδα ημέρα που, μαθητής ακόμα, έτρεμα μπροστά στην τηλεόραση προσπαθώντας να καταλάβω τι έγινε όταν το δεύτερο αεροπλάνο έσκασε πάνω στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου.

Ψυχρός Πόλεμος; Αυτός έδωσε σάρκα και οστά (και όπλα) στον Μπιν Λάντεν και την παρέα του. Και ο κόσμος τώρα νιώθει τη θερμοκρασία που έλειπε από τον Ψυχρό Πόλεμο.

Και όσο για την τελευταία εξέλιξη στο Λονδίνο; Θα ήταν ωραία αν μπορούσαμε να νιώθουμε ασφαλείς. Όμως όσο επιτρέπουμε σε κάποιους να δίνουν επιχειρήματα σε αυτούς τους κάφρους για να πείθουν το ποίμνιό τους (βλέπε την πρόσφατη εντελώς άχρηστη και ανούσια εισβολή του Ισραήλ) τότε θα συνεχίσουμε να έχουμε προβλήματα.

Οι Αμερικάνοι ας κάνουν ότι θέλουν. Η Ευρωπαϊκή Ένωση όμως θα μπορούσε να βγει και να πάρει μια θέση. Και να μην εισάγουμε το μένος του Μπιν Λάντεν και του οποιουδήποτε για την Αμερική στα εδάφη μας.

15/8/06

Η Πόλις Εάλω

Πάντα είναι λίγο περίεργο το να ακούς στις ειδήσεις ότι βομβαρδίστηκε το μέρος στο οποίο ήσουν μερικές ώρες νωρίτερα βγάζοντας καμαρωτός φωτογραφίες μπροστά στην Αγιά Σοφιά. Βέβαια, αυτή η "βομβιστική επίθεση" πρέπει νά'τανε αντίστοιχη με τα γκαζάκια έξω από το Α.Τ. Εξαρχείων: 3 τραυματίες στην πιο πολυσύχναστη περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Whatever.

Λίγο πιο πριν λοιπόν ήμουν εκεί και χάζευα την Αγιά Σοφιά. Έχοντας πλάτη στην Οθωμανική απόπειρα αντιγραφής του, το περίφημο Μπλε Τζαμί που - με όλο το σεβασμό στην προφανή ιερότητά του για τους Μουσουλμάνους - βρώμαγε απελπιστικά πολύ, τόσο που η φωτογραφία με τις γυναίκες τις παρέας να καλύπτουν το εξαιρετικά άσεμνο ντύσιμό τους (τιραντάκια; σορτσάκια;) τραβήχθηκε εξαιρετικά βιαστικά και χωρίς τον σεβασμό που αναλογούσε στην προκειμένη περίσταση.

Γενικά είμαι ο χειρότερος άνθρωπος για να γράψει ταξιδιωτικό οδηγό. Γύρω από την στάση του τραμ του Sultanahmet οι τουρίστες που επιβίωσαν των ταξί και των υπόλοιπων τροχοφόρων, ζωήλατων και μη, της Κωνσταντινούπολης αγνάντευαν με υπερηφάνεια κάθε τετραγωνική ίντσα των παρακείμενων χώρων. Λίγο παραπάνω, στο ένδοξο μεγάλο Παζάρι, ψώνιζαν με μανία αυθεντικές απομιμήσεις διάσημων μαρκών και φυσικά προμηθεύονταν κάθε λογής "παραδοσιακής" τούρκικης φορεσιάς, λες και ο Κεμάλ όταν έστησε το κράτος ονειρεύτηκε ότι κάποτε τα καθαρόαιμα ισλαμικά ενδύματα θά'τανε στην πρώτη γραμμή των αφισών που κρέμονται στα ταξιδιωτικά πρακτορεία που στέλνουν τα δολάρια για εκδρομή στην Πόλη.

Βέβαια δεν είναι μόνο οι τουρίστες. Μέσα στο Παζάρι ήρθε καμαρωτός ένας τύπος που μιλούσε Ελληνικά. Η συγκίνησή μας ήταν έκδηλη - ένας από αυτούς που έμειναν πίσω να διατηρήσουν υψηλά το εθνικό φρόνημα στα σοκάκια του Φαναριού, αρνούμενοι τον εκδιωγμό από τα χώματά τους. Μετά από 15 δευτερόλεπτα (έχε χάρη που έχουμε μικρά ονόματα και έτσι η διαδικασία του "χάρηκα" ήταν σύντομη) έδειξε τις πραγματικές του διαθέσεις: να μας πλασάρει υπερτιμημένες απομιμήσεις κοσμημάτων και δερματικών. Τι σου είναι η πατρίδα.

Ανάμεσα στο παζάρι λοιπόν και το Sultanahmet συνήθως σε μεταφέρει ένα πούλμαν. Εμείς προτιμήσαμε να το πάρουμε με τα πόδια. Έτσι, ανάμεσα στις υπερεκδηλώσεις χλιδής που συναντάς γύρω από το Topkapi και τους καταπράσινους κήπους που στολίζουν την περιοχή, καθώς και το "παραδοσιακό" παζάρι, πέσαμε και πάνω σε κάτι ενδιαφέρον. Μισογκρεμισμένα σπίτια, πλανόδιοι και ζητιάνοι σε μια περιοχή που δεν μας την έδειξε κανένας. Μόνοι μας πέσαμε πάνω στην περίφημη "εικόνα της αντίθεσης" που κοσμεί την Τουρκία. Και δυστυχώς η αντίθεση είναι τεράστια.

Το σκέφτεσαι περνώντας και από το μετρό του 4. Levent (ο φίλος από την Άγκυρα μου είπε ότι το 2ο και το 3ο δεν υπάρχουν) με τους υπερσύγχρονους ουρανοξύστες και τα πρατήρια της Petrol Ofisi που διαφημίζουν το προσεχές Γκραν Πρι. Βγαίνοντας από τον αυτοκινητόδρομο και μπαίνοντας στο γαλανόλευκο Sariyer ακούς τον Τούρκο να σου λέει ότι ένας καλός μισθός στην πατρίδα του αγγίζει τα 400 ευρώ. Στην πόλη των 16 εκατομμυρίων το χαρτζηλίκι που ποτέ δεν εκτιμήσαμε γιατί δεν έφτανε για την έξοδο στα μπουζούκια ανά τριήμερο ήταν ο μέσος όρος.

Πίσω στην Αγιά Σοφιά λοιπόν. Σε πιάνει ένα σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά που την αντικρύζεις. Εικόνες και ιερά σύμβολα που τα μαγάρισαν οι εισβολείς, ένας χώρος που τον μαγαρίζουν σήμερα οι τουρίστες και όλοι όσοι επισκέφτονται το "μουσείο" που λειτουργεί εκεί που ανέβαιναν στο θρόνο οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες. Ξεχωρίζεις εύκολα τον ελληνάρα εκεί μέσα: όσοι δεν βγάζουν φωτογραφίες και απλά μένουν με ανοιχτό το στόμα και γουρλωμένα τα μάτια είναι σίγουρο πως σκέφτονται ότι και εσύ.

Και ο Τούρκος από πίσω να προσπαθεί να μας ξεναγήσει. Δέκα λεπτά αργότερα οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. "Εκεί ήταν η εικόνα του Παντοκράτορα..."

8/8/06

Ανταπόκριση από Λονδίνο #3: Η Ελευθερία του Χωθήναι

Όταν ο Jeremy Clarkson προτάθηκε από κάποιον χωρατατζή για δήμαρχος του Λονδίνου, ήξερα πολύ καλά πόσο κάφρος είναι. Ήξερα για την αγάπη του για τα αμάξια, την περιφρόνησή του για τη Guardian, το ισοπεδωτικό μίσος του για τις αλεπούδες. Δεν είχα ιδέα πόσο όμορφα γράφει.

Ο λόγος για έναν από τους πιο μισητούς ανθρώπους της Βρετανίας. Οι φεμινίστριες παίζουν βελάκια με τις φωτογραφίες του, οι οικολόγοι του κάνουν καθημερινά βουντού και κάθε πρέσβυς στον κόσμο θα παραπονιόταν για τα ρατσιστικά του σχόλια, αν η εκπομπή του μεταδιδόταν δορυφορικά. Ο Clarkson, βλέπετε, αγαπά μόνο πράγματα που είναι τεράστια, πανίσχυρα, ή έχουν πολλά μπουλόνια. Άντε και αυτούς που τα κατασκευάζουν: για ο,τιδήποτε άλλο μιλά με καθαρή απέχθεια. Ευτυχώς, το βιβλίο του που μόλις τελείωσα, με τίτλο I know you got soul! μιλά για εντυπωσιακές μηχανές. Διαβάζοντας τα λόγια αυτού του κατά τα άλλα κινητού βόθρου, γεμάτα αγάπη και λαχτάρα, θυμήθηκα έναν από τους λόγους για τους οποίους ξενιτεύτικα και απαρνήθηκα τη σπανακόπιτα της μάνας μου. Κάτω από την καφρίλα υπάρχει ενίοτε κάτι πολύ ανώτερο.

Είπα λίγο άδικα τις προάλλες ότι οι Βρετανοί δεν έχουν ούτε την αποκλειστικότητα, ούτε την πρωτιά σε τίποτε. Κάθε άλλο. Είναι ο μόνος λαός που έχει πιάσει σωστά -κατ' εμέ- την έννοια της Ελευθερίας του Λόγου. Η συζήτηση περί Ελευθερίας του Λόγου γίνεται πάντα με κεφαλαίο, και συνήθως ξεκινά με την υπόθεση ότι μπορείς να πεις ό,τι θέλεις αρκεί να μην προσβάλλεις τον άλλο. Έπειτα περνάς ώρες επί ωρών συζητώντας πότε μπορείς να πεις ότι όντως προσβάλλεται ο χ και ο ψ. Χαμένη υπόθεση, γιατί ο κόσμος προσβάλλεται βασικά με ό,τι βρει. Προσβάλλεται ηλιθιωδώς και για λογαριασμό τρίτων ενίοτε. Ειδικά αν σε αντιπαθεί ή μυρίζεται ότι έχεις πολλά λεφτά και κακούς PRίστες.

Η αγγλική εκδοχή είναι η εξής: μπορείς να λες ό,τι θέλεις δημόσια, αρκεί να προτίθεσαι να σου την πουν αλύπητα όσοι διαφωνούν μαζί σου. Δημόσια. Στην Ελλάδα, χώρα δήθεν της δημοκρατίας, δεν το μάθαμε αυτό ποτέ. Ξέρουμε πολύ καλά να μουρμουράμε πίσω από την πλάτη του κόσμου, και είμαστε μανούλες στο να ξεφουρνίζουμε ατάκες του τύπου, “αυτή είναι η άποψή μου, δικαιούμαι να έχω γνώμη!”. Ναι. Αλλά πρέπει κάπου να μπορώ κι εγώ να ψελλίσω ότι η γνώμη σου είναι ΗΛΙΘΙΑ. Π.χ. ότι αφού δεν θέλουν κουτσούβελα οι Ελληναράδες, το να τους προσφέρεις 40 Ευρώ επίδομα για ένα ακόμη δεν θα κάνει τους πρώην συμφοιτητές μου να βροντήξουν κάτω τον frappuccino και να πάνε για ζευγάρωμα. Ή μήπως να δώσουμε λίγο παραπάνω; Πόσο; Δωρεάν στέγη και να ζούν από το επίδομα; Μέσα. Βλέπω των Αλογοσκούφη να κυλιέται στο πάτωμα από τα γέλια. Αλλά στάσου! Υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι -ακριβώς έτσι όπως τους περιγράφεις. Με πολλά πολλά παιδιά! Λέγονται Αθίγγανοι. Τι; Να μην ειρωνεύομαι τους Αθίγγανους; Θέλετε να πιάσω και αυτή τη συζήτηση;

Ένας από τους καλύτερους μαθητές αυτού του άγριου σχολείου είναι ο κ.κ. Τόνυ Μπλαιρ. Ξέρω, είναι γελοίος, ο Μπους του τον φοράει καθημερινά, και τα λοιπά. Δεν διαφωνώ, απλά η πολιτική του δεν με ενδιαφέρει εν προκειμένω. Ας δεχτούμε ότι είναι ένα σκυλάκι. Προσπαθήστε όμως να τον φέρετε σε δύσκολη θέση. Όπως όλοι οι Πρωθυπουργοί που έχουν δοκιμαστεί στο Βρετανικό κοινοβούλιο, όπου δεν διψάνε για αίμα μόνο οι αντιπολιτευόμενοι, αλλά και οι δικοί σου, ο Μπλαιρ μπορεί να σε δέσει πέντε κόμπους ακόμη και όταν (όπως συνήθως) δεν έχει κανέναν με το μέρος του. Το κάνει δε επί δέκα χρόνια: οι Συντηρητικοί ακόμη ψάχνουν κάποιον που να μπορεί να του την πει.

“Στη Βρετανία λέμε συχνά, ίσως άδικα, ότι ο κύριος Μπλαιρ είναι το σκυλάκι σας. Έτσι τον βλέπετε;” ρωτάει ο Άγγλαρος δημοσιογράφος. Ο Μπλαιρ γυρνάει στον Μπους και λέει: “Κοίτα μην πεις ναι. Θα είναι ψιλοάβολο.” Το πλήρες κείμενο εδώ.

Φαντάζεστε να ρωτούσε ένας δημοσιογράφος τον Καραμανλή, την φοβερή εκείνη περίοδο με τις Σαλώμες κτλ, “κύριε πρόεδρε, αληθεύουν οι υπαινιγμοί του κ. Καρατζαφέρη, ότι διατηρείτε ομοφυλοφιλική σχέση με τον κύριο Άρη Σπηλιωτόπουλο;” Ούτε ο Πρετεντέρης δεν θα τόλμαγε να βγάλει τη διχαλωτή του γλώσσα να πει τέτοια ατάκα. Βέβαια ο Πρετεντέρης δεν θα ήθελε κι όλας, για τους γνωστούς λόγους. Και για όνομα του Θεού, δεν θέλω να δω τη γλώσσα του, ποιος ξέρει που ήτανε πριν.

Σας αφήνω για απόψε με τα top 3 δείγματα Ελευθερίας του Χωθήναι, από την Αλβιώνα με αγάπη. Για τους ανυπόμονους, παραθέτω και στιγμιότυπα.


  1. Κριτική της Guardian για τη νέα ταινία του M. Night Shyamalan (6η αίσθηση), The Lady in the Water.

    “Το σενάριο για το Lady in the Water πρέπει να κρεμόταν από μια πρόκα, στην πόρτα της υπαίθριας τουαλέτας έξω από το σπίτι του. Είναι τρισάθλιο.”
  2. Κριτική της Observer για το τελευταίο μυθιστόρημα του Paulo Coelho, The Zahir.

    “Τίποτε δεν στέλνει ένα συγγραφέα τόσο φουλαριστό προς την ηλιθιότητα όσο η επιθυμία του να τον περνάνε για σοφό.”
  3. Σχόλιο του Clarkson για ό,τι βρει, αλλά βασικά τους απανταχού οικολόγους.

    “Υπάρχουν και κείνοι που λένε ότι ο Blair πρέπει να πάρει πόδι, όχι για όσα έκανε με το Ιράκ, αλλά για τη στάση του απέναντι στο Κυότο. Πώς τους αφήνουμε αυτούς τους ανθρώπους να χειρίζονται κηρομπογιές;”

Καλές διακοπές. Σε εμένα, το ξέρω. Εσείς είστε ήδη κατάμαυροι.